’Σ ὅλα τὰ μνήµατά ἐκλαιγε, ’ς ὅλα μοιρολογειῶταν,
’ς τοῦ Κωσταντίνου τὸ μνημειὸ ἀνέσπα τὰ μαλλιά της.
«Ἀνάθεμά σε, Κωσταντή, καὶ µυριανάθεµά σε,
ὁποῦ μοῦ τὴν ἐξώριζες τὴν Ἀρετὴ ’ς τὰ ξένα!
τὸ τάξιµο ποῦ μοῦ ταξες πότε θὰ μοῦ τὸ κάμῃς;
Τὸν οὐρανό βαλες κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιούς, μαρτύρους,
ἂν τύχῃ πίκρα γἢ χαρὰ νὰ πᾶς νὰ μοῦ τὴ φέρῃς.»
Ἀπὸ τὸ µυριανάθεµα καὶ τὴ βαρειὰ κατάρα,
ἡ γῆς ἀναταράχτηκε κι’ ὁ Κωσταντὴς ἐβγῆκε.
Κάνει τὸ σύγνεφο ἄλογο καὶ τἄστρο χαλινάρι,
καὶ τὸ φεγγάρι συντροφιὰ καὶ πάει νὰ τῆς τὴ φέρει.
Παίρνει τὰ ὄρη πίσω του καὶ τὰ βουνὰ µπροστά του.
Βρίσκει την κ’ ἐχτενίζουνταν ὄξου ’ς τὸ φεγγαράκι.
Ἀπὸ μακριὰ τὴ χαιρετᾷ κι’ ἀπὸ κοντὰ τῆς λέγει·
«Ἄιντε ἀδερφή, νὰ φύγωμε ’ς τὴ µάννα µας νὰ πάµε.
—Ἀλίμονο ἀδερφάκι µου, καὶ τί εἶναι τούτη ἡ ὥρα;
Ἂν ἴσως κ’ εἶναι γιὰ χαρά, νὰ στολιστῶ καὶ νά ρθω,
κι’ ἂν εἶναι πίκρα, πὲς µου το, νὰ βάλω μαῦρα νά ρθω.
—Ἔλα Ἀρετή, ’ς τὸ σπίτι µας, κι’ ἃς εἶσαι ὅπως καὶ ἂν εἶσαι.»
Κοντολυγίζει τἄλογο καὶ πίσω τὴν καθίζει.
’Σ τὴ στράτα ποῦ διαβαίνανε πουλάκια κιλαϊδοῦσαν,
δὲν κιλαϊδοῦσαν σὰν πουλιά, μήτε σὰ χελιδόνια,
μόν’ κιλαϊδοῦσαν κ’ ἔλεγαν ἀνθρωπινὴ ὁμιλία.
«Ποιὸς εἶδε κόρη νὄμορφη νὰ σέρνῃ ὁ πεθαµένος!
—Ἄκουσες Κωσταντῖνε µου, τί λένε τὰ πουλάκια;
—Πουλάκια εἶναι κι’ ἃς κιλαϊδοῦν, πουλάκια εἶναι κι’ ἃς λένε.»
Καὶ παρεχεῖ ποῦ πάγαιναν κι’ ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε.
«Δὲν εἶναι κρῖμα κι’ ἄδικο, παράξενο, µεγάλο,
νὰ περπατοῦν οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀπεθαμένους!
—Ἀκουσες, Κωσταντῖνε μου, τί λὲνε τὰ πουλάκια,
πῶς περπατοῦν οί ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀπεθαμένους.
—Ἀπρίλης εἶναι καὶ λαλοῦν καὶ Μάης καὶ φωλεύουν.
—Φοβοῦμαι σ’ ἀδερφάκι μου, καὶ λιβανιαῖς μυρίζεις.
—Ἐχτὲς βραδὺς ἐπήγαμε πέρα ’ς τὸν ἅη Γιάννη,
κ’ ἐθύμιασέ μας ὁ παπᾶς μὲ περισσὸ λιβάνι.»
Καὶ παρεμπρὸς ποῦ πήγανε, κι’ ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε.
Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/144
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
139
ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ