Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/143

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
138
ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ
92
(ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ)
[Τὸ ᾆσμα περὶ τοῦ ἀδελφοῦ, ὅστις ἀποθανὼν ἐγείρεται τοῦ τάφου πρὸς ἐκτέλεσιν ἱερᾶς ὑποσχέσεως καὶ φέρει εἰς τὴν ἀπορφανισθεῖσαν µητέρα τὸ µόνον ἐπιζῆσαν τέκνον της, τὴν εἰς τὰ ξένα ὑπανδρευμένην ἀδελφήν του, κοινότατον εἰς τὰς ἑλληνικὰς χώρας, εἶναι ἐπίσης διαδεδοµένον εἰς πάντας τοὺς λαοὺς τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου. Ἐκ τῆς ταὐτότητος ὄχι µόνον τῆς ὑποθέσεως, ἀλλὰ καὶ τῶν διαφόρων ἐπεισοδίων καὶ λεπτομερειῶν τῶν ᾀσμάτων τούτων γίνεται κατάδηλον, ὅτι ἓν ἧτο τὸ πρότυπον πάντων καὶ ἐξ ἑνὸς λαοῦ μετεδόθη τὸ ᾆσμα εἰς τοὺς λοιπούς. Καὶ ὑπεστήριξαν µέν τινες ὅτι ὁ λαὸς οὗτος εἶναι ὁ σερβικὸς ἢ ὁ βουλγαρικός, ἀλλ’ ὅτι τὸ πρότυπον ἦτο ἑλληνικὸν καὶ ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ παρέλαβον οἱ ἄλλοι λαοὶ τοῦ Αἵμου προσεπάθησα ν’ ἀποδείξω ἐν πραγµατείᾳ ἐκδοθείσῃ κατὰ τὸ 1885. Τὴν δὲ γνώμην ταύτην παρεδέχθησαν πολλοί, ἐν οἷς καὶ βούλγαρος καθηγητῆς Ἰβὰν Σισμάνοβ, δημοσιεύσας ἐκτενῆ µονογραφίαν περὶ τοῦ θέµατος τούτου.]


Μάννα μὲ τοὺς ἐννιά σου γιοὺς καὶ μὲ τὴ µιά σου κόρη,
τὴν κόρη τὴ µονάκριβη τὴν πολυαγαπηµένη,
τὴν εἶχες δώδεκα χρονῶ κ’ ἥλιος δὲ σοῦ τὴν εἶδε!
’Σ τὰ σκοτεινὰ τὴν ἔλουζε, ’ς τἄφεγγα τὴ χτενίζει,
’ς τἄστρι καὶ τὸν αὐγερινὸ ἔπλεκε τὰ µαλλιά της.
Προξενητᾶδες ἤρθανε ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα,
νὰ πάρουνε τὴν Ἀρετὴ πολὺ μακριὰ ’ς τὰ ξένα.
Οἱ ὀχτὼ ἀδερφοὶ δὲ θέλουνε κι’ ὁ Κωσταντῖνος θέλει.
«Μάννα µου, κι’ ἂς τὴ δώσωμε τὴν Ἀρετὴ ’ς τὰ ξένα.
’ς τὰ ξένα κεῖ ποῦ περπατῶ, ’ς τὰ ξένα ποῦ πηγαίνω,
ἂν πάμ’ ἐμεῖς ’ς τὴν ξενιτειά, ξένοι νὰ μὴν περνοῦμε.
Φρόνιμος εἶσαι, Κωσταντή, μ’ ἄσχημα ἀπιλογήθης.
Κι’ ἃ μὄρτῃ, γιέ µου, θάνατος, κι’ ἃ µόρτῃ, γιέ µου ἀρρώστια,
κι’ ἂν τύχῃ πίκρα γῇ χαρὰ ποιὸς πάει νὰ μοῦ τὴ φέρῃ;
Βάλλω τὸν οὐρανὸ κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,
ἂν τύχῃ κ’ ἔρτῃ θάνατος, ἂν τύχῃ κ’ ἔρτῃ ἀρρώστια,
ἂν τύχῃ πίκρα γἢ χαρά, ἐγὼ νὰ σοῦ τὴ φέρω.»

Καὶ σὰν τὴν ἐπαντρέψανε τὴν Ἁρετὴ ’ς τὰ ξένα,
κ’ ἐμπῆκε χρόνος δίσεχτος καὶ μῆνες ὠργισμένοι
κ’ ἔπεσε τὸ θανατικό, κ’ οἱ ἐννιὰ ἀδερφοὶ πεθάναν,
βρέθηκε ἡ µάννα μοναχὴ σὰν καλαμιὰ ’ς τὸν κάμπο.