Μάννα μὲ τοὺς ἐννιά σου γιοὺς καὶ μὲ τὴ µιά σου κόρη,
τὴν κόρη τὴ µονάκριβη τὴν πολυαγαπηµένη,
τὴν εἶχες δώδεκα χρονῶ κ’ ἥλιος δὲ σοῦ τὴν εἶδε!
’Σ τὰ σκοτεινὰ τὴν ἔλουζε, ’ς τἄφεγγα τὴ χτενίζει,
’ς τἄστρι καὶ τὸν αὐγερινὸ ἔπλεκε τὰ µαλλιά της.
Προξενητᾶδες ἤρθανε ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα,
νὰ πάρουνε τὴν Ἀρετὴ πολὺ μακριὰ ’ς τὰ ξένα.
Οἱ ὀχτὼ ἀδερφοὶ δὲ θέλουνε κι’ ὁ Κωσταντῖνος θέλει.
«Μάννα µου, κι’ ἂς τὴ δώσωμε τὴν Ἀρετὴ ’ς τὰ ξένα.
’ς τὰ ξένα κεῖ ποῦ περπατῶ, ’ς τὰ ξένα ποῦ πηγαίνω,
ἂν πάμ’ ἐμεῖς ’ς τὴν ξενιτειά, ξένοι νὰ μὴν περνοῦμε.
—Φρόνιμος εἶσαι, Κωσταντή, μ’ ἄσχημα ἀπιλογήθης.
Κι’ ἃ μὄρτῃ, γιέ µου, θάνατος, κι’ ἃ µόρτῃ, γιέ µου ἀρρώστια,
κι’ ἂν τύχῃ πίκρα γῇ χαρὰ ποιὸς πάει νὰ μοῦ τὴ φέρῃ;
—Βάλλω τὸν οὐρανὸ κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,
ἂν τύχῃ κ’ ἔρτῃ θάνατος, ἂν τύχῃ κ’ ἔρτῃ ἀρρώστια,
ἂν τύχῃ πίκρα γἢ χαρά, ἐγὼ νὰ σοῦ τὴ φέρω.»
Καὶ σὰν τὴν ἐπαντρέψανε τὴν Ἁρετὴ ’ς τὰ ξένα,
κ’ ἐμπῆκε χρόνος δίσεχτος καὶ μῆνες ὠργισμένοι
κ’ ἔπεσε τὸ θανατικό, κ’ οἱ ἐννιὰ ἀδερφοὶ πεθάναν,
βρέθηκε ἡ µάννα μοναχὴ σὰν καλαμιὰ ’ς τὸν κάμπο.