Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/135

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
130
ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ
89
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
[Παρὰ πλείστοις λαοῖς ἐπικρατεῖ ἡ δοξασία, ὅτι πρὸς στερέωσιν καὶ προφύλαξιν ἀπὸ οἰουδήποτε κινδύνου παντὸς κτίσµατος ἀπαιτεῖται νὰ προσηλωθῇ εἰς αὐτὸ ζῷον, κατορυττόμενον εἰς τὰ θεµέλια ἢ ἐντειχιζόμενον· ὅσον δ’ εὐγενέστερον εἶναι τὸ ζῷον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρεῖται ὅτι ἔχει δύναμιν πρὸς προστασίαν τοῦ κτίσµατος. Εἰς τὴν δοξασίαν ταύτην ἀναφέρονται καὶ ἀρχαῖοι ἑλληνικοὶ μῦθοι καὶ βυζαντιναὶ παραδόσεις περὶ θυσίας ἀνθρώπων κατὰ τὴν θεµελίωσιν μεγάλων οἰκοδομημάτων. Ἡ ψυχὴ τοῦ θύματος ὑπετίθετο ὅτι διὰ τῶν ὑπερφυσικῶν δυνάµεων, τὰς ὁποίας ἔχουν αἱ ἐπὶ γῆς ἀπολελυμέναι τῶν δεσμῶν τοῦ σώματος ψυχαί, ἠδύνατο νὰ προσλαμβάνῃ κατὰ βούλησιν παντοίας µορφάς, καὶ εἶχε ῥώμην ὑπεράνθρωπον, προωρισµένη δὲ νὰ φυλάττῃ καὶ περιέπῃ τὸ οἰκοδόμημα, εἰς τὸ ὁποῖον προσηλώθη ἦτο φοβερὰ εἰς τοὺς ἐπιχειροῦντας νὰ τὸ παραβλάψωσι καὶ ἱκανὴ ν’ ἀποτρέπῃ τοὺς ἀπειλοῦντας αὐτὸ κινδύνους. Τὸ θῦμα ἐγίνετο τὸ στοιχειὸ τοῦ οἰκοδομήματος, διὸ στοιχείωσις έλέγετο ύπό τών βυζαντινών ἡ διά θυσίας οἰκοδόμησις.
 Εἰς τοιαύτην παράδοσιν στηρίζεται καὶ τὸ πανελλήνιον τραγοῦδι τοῦ γιοφυριοῦ τῆς Ἄρτας, τοῦ ὁποίου παραλλαγαὶ ἀναφέρονται καὶ εἰς ἄλλας γεφύρας ἢ ἄλλα οἰκοδομήματα (οἷον τῆς γεφύρας τοῦ Σπερχειοῦ, τοῦ Πηνειοῦ, τῶν Ἀδάνων, τῆς βρύσης τῆς Ἀράχοβας, τοῦ ὑδραγωγείου τῶν Δέρκων κλπ.). Παρέλαβον δὲ τὴν ἑλληνικὴν ταύτην παράδοσιν, προσαρµόσαντες εἰς ἐπιχώρια οἰκοδομήματα, καὶ οἱ ἄλλοι λαοὶ τῆς ἑλληνικῆς χερσονήσου (Ῥωμοῦνοι, Ἀλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι).]


Σαράντα πέντε µάστοροι κ’ ἑξῆντα μαθητᾶδες
γιοφῦρι νἐθεµέλιωναν ’ς τῆς Ἄρτας τὸ ποτάµι.
Ὁλημερὶς τὸ χτίζανε, τὸ βράδυ ἐγκρεμιζόταν.
Μοιριολογοῦν οἱ µάστοροι καὶ κλαῖν οἱ μαθητᾶδες.
«Ἀλίμονο ’ς τοὺς κόπους µας, κρῖμα ’ς τοῖς δούλεψαίς µας,
ὁλημερὶς νὰ χτίζουμε, τὸ βράδυ νὰ γκρεµειέται.»
Πουλάκι ἐδιάβη κ’ ἔκατσε ἀντίκρυ ’ς τὸ ποτάµι,
δὲν ἐκελάιδε σὰν πουλί, μηδὲ σὰ χιλιδόνι,
παρὰ ἐκελάιδε κ’ ἔλεγε, ἀνθρωπινὴ λαλίτσα.
«Ἂ δὲ στοιχειώσετε ἄνθρωπο, γιοφῦρι δὲ στεριώνει·
καὶ μὴ στοιχειώσετε ὀρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη,
παρὰ τοῦ πρωτοµάστορα τὴν ὅμορφη γυναῖκα,
πὄρχεται ἀργὰ τ’ ἀποταχύ, καὶ πάρωρα τὸ γιόµα.»

Τ’ ἄκουσ’ ὁ πρωτομάστορας καὶ τοῦ θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει τῆς λυγερῆς μὲ τὸ πoυλὶ τἀηδόνι: