σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει τὸ καράβι,
σπηλιάδα τοῦ ρθε ἀπὸ τὴ µιά, σπηλιάδα ἀπὸ τὴν ἄλλη,
σπηλιάδα ἀπὸ τὰ πλάγια του κ’ ἐξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε ἡ θάλασσα παννιά, τὸ κῦμα παλληκάρια,
καὶ τὸ μικρὸ ναυτόπουλο σαράντα μίλλια πάγει.
Ὅλαις οἱ μάνναις κλαίγανε κι’ ὅλαις παρηγορειοῦνται,
μὰ μιὰ μαννοῦλα ἕνοῦ παιδιοῦ παρηγοριὰ δὲν ἔχει.
Βάνει τοῖς πέτραις ’ς τὴν ποδιά, τὰ τρόχαλα ’ς τὸν κόρφο,
πετροβολάει τὴ θάλασσα καὶ τροχαλάει τὸ κῦμα.
«Θάλασσα, πικροθάλασσα καὶ πικροκυματοῦσα,
πὄπνιξες τὸ παιδάκι µου, π’ ἄλλο παιδὶ δὲν ἔχω.
—Δὲ φταίω ἡ δόλια θάλασσα, δὲ φταίω ἐγὼ τὸ κῦμα,
μὸν φταίει ὁ πρωτοµάστορας ποῦ φτειάνει τὰ καράβια,
καὶ τὰ πελέκαγε φτενὰ καὶ τὰ γυρίζει ὁ ἀέρας,
καὶ χάνω τὰ καράβια µου ποῦ εἶναι δικά μ’ στολίδια,
χάνω τὰ παλληκάρια µου, ὁποῦ μὲ τραγουδοῦνε.»