Ὁ κῦρ Βοριᾶς παράγγειλε νοῦλω τῶν καραβιῶνε.
«Καράβια π’ ἀρμενίζετε, κάτεργα ποῦ κινᾶτε,
ἐμπᾶτε ’ς τὰ λιμάνια σας, γιατὶ θὲ νὰ φυσήξω,
ν’ ἀσπρίσω κάµπους καὶ βουνά, νὰ κρυώσω κρυαῖς βρυσούλαις,
κι’ ὀσά βρω µεσοπέλαγος, στεργιᾶς θὲ νὰ τὰ ῥήξω.»
Κι ὅσα καράβια τ’ ἄκουσαν, ὅλα λιμάνι πιάνουν,
τοῦ κῦρ ᾿Αντριᾶ τὸ κάτεργο µέσα βαθιὰ ἁρμενίζει.
«Δὲ σὲ φοβοῦμαι, κῦρ Βοριᾶ, φυσήσῃς δὲ φυσήσῃς,
τί ἔχω καράβι ἀπὸ καρυὰ καὶ τὰ κουπιὰ πυξάρι,
ἔχω κι’ ἀντέναις προύντζιναις κι’ ἀτσάλενα κατάρτια,
ἔχω πανιὰ µεταξωτά, τῆς Προύσας τὸ µετάξι,
ἔχω καὶ καραβόσχοινα ἀπὸ ξανθῆς μαλλάκια·
κ’ ἔχω καὶ ναύταις διαλεχτούς, ὅλο ἄντρες τοῦ πολέµου,
κ’ ἔχω κ’ ἕνα ναυτόπουλο, ποῦ τοὺς καιροὺς γνωρίζει,
κ’ ἐκεῖ ποῦ στήσω μιὰ φορὰ τὴν πλώρη δὲ γυρίζω.»
«Ἀνέβα, βρὲ ναυτόπουλο, ’ς τὸ μεσιανὸ κατάρτι,
γιὰ νὰ διαλέξῃς τὸν καιρό, νὰ ἰδῇς γιὰ τὸν ἀέρα.»
Παιζογελῶντα ἀνέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
«Τὸ τί εἶδες βρὲ ναυτόπουλο, αὐτοῦ ψηλὰ ποῦ πῆγες;
—Εἶδα τὸν οὐρανὸ θολὸ καὶ τἄστρα µατωμένα,
εἶδα τὴ µπόρα ποῦ ἄστραψε καὶ τὸ φεγγάρι ἐχάθη,
καὶ ’ς τῆς Ἀττάλειας τὰ βουνὰ ἀστραχαλάζι πέφτει.»
Ὥστε νὰ εἰπῇ, νὰ χαλοειπῇ, νὰ καλοκουβεντιάσῃ,
βαρειὰ φουρτοῦνα πλάκωσε καὶ τὸ τιµόνι τρίζει,
ἀσπρογυαλίζει ἡ θάλασσα, σιουρίζουν τὰ κατάρτια,