Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/125

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
120
ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ

Βγαίνω κ’ ἐγὼ κι’ ὁ μαῦρος µου καὶ τὰ λαγωνικά µου.
Βρίσκω μιὰ κόρη πὄπλενε σὲ µαρµαρένια γοῦρνα.
Τὴ χαιρετάω, δὲ μοῦ μιλεῖ, τῆς κρένω δὲν μοῦ κρένει.
«Κόρη, γιὰ βγάλε µας νερό, τὴν καλὴ μοῖρα νά χῃς,
νὰ πιῶ κ’ ἐγὼ κι’ ὁ μαῦρος µου καὶ τὰ λαγωνικά µου.»
Σαράντα σίκλους ἔβγαλε, ’ς τὰ µάτια δὲν τὴν εἶδα,
κι’ ἀπάνω ’ς τοὺς σαρανταδυὸ τὴ βλέπω δακρυσµένη.
«Γιατί δακρύζεις, λυγερή, καὶ βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινᾷς, μήνα διψᾷς, μὴν ἔχῃς κακὴ µάννα;
Μήτε πεινῶ, μήτε διψῶ, μήτ’ ἔχω κακὴ µάννα.
Ξένε µου, κι’ ἂν ἐδάκρυσα κι’ ἂ βαριαναστενάζω,
τὸν ἄντρα χω ’ς τὴν ξενιτειὰ καὶ λείπει δέκα χρόνους,
κι’ ἀκόμη δυὸ τὸν καρτερῶ, ἧς τοὺς τρεῖς τὸν παντυχαίνω,
κι’ ἂ δὲν ἐρθῇ, κι’ ἂ δὲ φανῇ, καλόγρια θενὰ γένω,
θὰ πάγω ’ς ἔρημα βουνά, νὰ στήσω μοναστῆρι,
καὶ ’ς τὸ κελλὶ θὰ σφαλιστῶ, ’ς τὰ μαῦρα θελὰ βάψω,
ἐκειὸν νὰ τρώγῃ ἡ ξενιτειὰ κ’ ἐμὲ τὰ μαῦρα ῥάσα.
Κόρη µου ὁ ἄντρας σου πέθανε, κόρη µου ὁ ἄντρας σου χάθη·
τὰ χέρια µου τὸν κράτησαν, τὰ χέρια µου τὸν θάψαν,
ψωμὲ κερὶ τοῦ μοίρασα, κ’ εἶπε νὰ τὰ πλερώσῃς,
τὸν ἔδωκα κ’ ἕνα φιλί, ν’ εἶπε νὰ μοῦ τὸ δώσῃς.
Ψωμὶ κερὶ τοῦ μοίρασες, διπλὰ νὰ σὲ πλερώσω,
μὰ γιάτ’ ἐκεῖνο τὸ φιλί, σύρε νὰ σοῦ τὸ δώσῃ.
Κόρη µου ἐγώ εἶμαι ὁ ἄντρας σου, ἐγώ εἶμαι κι’ ὁ καλός σου.
Ξένε µου ἂν εἶσαι ὁ ἄντρας µου, ἂν εἶσαι κι’ ὁ καλός µου,
δεῖξε σηµάδια τῆς αὐλῆς καὶ τότες νὰ πιστέψω.
Ἔχεις μηλιὰ ’ς τὴν πόρτα σου καὶ κλῆμα ’ς τὴν αὐλή σου,
κάνει σταφύλι ῥαζακὶ καὶ τὸ κρασὶ μοσκᾶτο,
κι’ ὅποιος τὸ πιῇ δροσίζεται καὶ πάλι ἀναζητᾷ το.
Αὐτά εἰν’ σηµάδια τῆς αὐλῆς, τὰ ξέρει ὁ κόσμος ὅλος,
διαβάτης ἤσουν, πέρασες, τά εἰδες καὶ μοῦ τὰ λέεις.
Πές µου σηµάδια τοῦ σπιτιοῦ καὶ τότες νὰ πιστέψω.
Ἀνάμεσα ’ς τὴν κάµαρα χρυσὸ καντῆλι ἀνάφτει,
καὶ φέγγει σου ποῦ γδύνεσαι καὶ πλέκεις τὰ μαλλιά σου,
φέγγει σου τοῖς γλυκαῖς αὐγαῖς ποῦ τὰ καλά σου βάζεις.
Κάποιος κακός µου γείτονας σοῦ τά πε καὶ τὰ ξέρεις.
Πές µου σηµάδια τοῦ κορμιοῦ, σηµάδια τῆς ἀγάπης.
Ἔχεις ἑλιὰ ’ς τὰ στήθη σου κ’ ἑλιὰ ’ς τὴν ἀμασκάλη,
κι’ ἀνάμεσα ’ς τὰ δυὸ βυζιὰ τ’ ἀντροῦ σου φυλαχτάρι.
Ξένε µου ἐσύ εἰσαι ὁ ἄντρας µου, ἐσύ εἰσαι κι’ ὁ καλός µου.»


Στ. 23. 24. ψωμὶ διὰ τὴν παρηγοριὰν τῆς κηδείας, κερὶ διὰ τὴν κηροδοσίαν, φιλὶ τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν. Ἄλλαι παραλλαγαὶ ἀναφέρουν ἄλλα τῶν νοµίµων τῆς κηδείας, οἷον παννὶ (διὰ τὸ σάβανον), παπᾶδες (διὰ τὴν νεκρώσιµον ἀκολουθίαν) κττ.