Τρίτη ἐγεννήθη ὁ Διγενὴς καὶ Τρίτη θὰ πεθάνῃ.
Πιάνει καλεῖ τοὺς φίλους του κι’ ὅλους τοὺς ἀντρειωμένους,
νά ρθῃ ὁ Μηνᾶς κι’ ὁ Μαυραϊλής, νά ρθῃ κι’ ὁ γιὸς τοῦ Δράκου,
νά ρθῃ κι’ ὁ Τρεμαντάχειλος, ποῦ τρέµει ἡ γῇ κι’ ὁ κόσµος.
Κ’ ἐπῆγαν καὶ τὸν ηὕρανε ’ς τὸν κάµπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέµουν τὰ βουνά, βογγάει, τρέµουν οἱ κάμποι.
Σὰν τί νὰ σ’ ηὗρε Διγενή, καὶ θέλεις νὰ πεθάνῃς;
Φίλοι, καλῶς ὡρίσατε, φίλοι κι’ ἀγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κ’ ἐγὼ σᾶς ἀφηγειέμαι.
Τῆς Ἀραβίνας τὰ βουνά, τῆς Σύρας τὰ λαγκάδια,
ποῦ κεῖ συνδυὸ δὲν περπατοῦν, συντρεῖς δὲν κουβεντιάζουν,
παρὰ πενῆντα κ’ ἑκατό, καὶ πάλε φόβο νἔχουν,
κ’ ἐγὼ µονάχος πέρασα πεζὸς κι’ ἁρματωμένος,
μὲ τετραπίθαµο σπαθί, μὲ τρεῖς ὀργυιαῖς κοντάρι.
Βουνὰ καὶ κάμπους ἔδειρα, βουνὰ καὶ καταράχια,
νυχτιαῖς χωρὶς ἀστροφεγγιά, νυχτιαῖς χωρὶς φεγγάρι.
Καὶ τόσα χρόνια ποῦ ζησα δῶ ’ς τὸν ἀπάνου κόσμο
κανένα δὲ φοβήθηκα ἀπὸ τοὺς ἀντρειωμένους.
Τώρά εἰδα ἕναν ξυπόλυτο καὶ λαµπροφορεµένο,
πὄχει τοῦ ῥίσου τὰ πλουμιά, τῆς ἀστραπῆς τὰ µάτια·
μὲ κράζει νὰ παλέψωμε σὲ µαρµαρένια ἀλώνια,
κι’ ὅποιος νικῆσῃ ἀπὸ τοὺς δυὸ νὰ παίρνῃ τὴν ψυχή του.»
Κ’ ἐπῆγαν κ’ ἐπαλέψανε ’ς τὰ µαρµαρένια ἀλώνια·
κι’ ὅθε χτυπάει ὁ Διγενής, τὸ αἷμα αὐλάκι κάνει,
κι’ ὅθε χτυπάει ὁ Χάροντας, τὸ αἷμα τράφο κάνει.