Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/109

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
104
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
78
(Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ)
[Κατὰ τὸ Ἀκριτικὸν ἔπος, ὁ Διγενὴς Ἀκρίτης καθυποτάξας πάσας τὰς ἄκρας καὶ κατασχὼν πλείστας πόλεις καὶ χώρας ἀνταρτῶν, ἔκτισε παρὰ τὸν ποταμὸν Εὐφράτην θαυμαστὸν τὸ κάλλος παλάτιον, ὅπου διέµενεν. Νοσήσας δὲ δεινοτάτην νόσον καὶ αἰσθανόμενος ἐπικείμενον τὸν θάνατον, ἐκάλεσε πλησίον του τὴν σύζυγόν του, ὅτε δ’ ἐψυχορράγει, ἀπέθανε καὶ αὕτη ἐκ τῆς λύπης της. Εἰς δὲ τὰ δημοτικὰ ᾄσματα ὁ Διγενὴς ἀποθνήσκει, ἡττηθεὶς ἐν πάλη πρὸς τὸν Χάρον· ἀλλ’ αἱ διάφοροι παραλλαγαὶ τοῦ γενικωτάτου σχήματος τούτου ἐκφαίνουσι ποικίλους τύπους τοῦ θανάτου τοῦ ἥρωος, τῶν ὁποίων ἴχνη τινα διακρίνονται καὶ εἰς τὰς διασκευὰς τοῦ ἔπους. Κατὰ τὰς πληρεστέρας παραλλαγάς, καταπαλαισθεὶς ὑπὸ τοῦ Χάρου ὁ Διγενὴς κατάκειται εἰς τὴν κλίνην, ἀναμένων τὸν θάνατον, περιστοιχίζουν δ’ αὐτὸν τὰ παλληκάρια του, εἰς τὰ ὁποῖα ἀφηγεῖται ἀνδραγαθίας αὐτοῦ. Εἶτα προσκαλεῖ τὴν σύζυγόν του, καὶ ὅπως μὴ μετὰ τὸν θάνατόν του περιέλθῃ εἰς ἄλλον, τὴν ἀποπνίγει εἰς τὰς ἀγκάλας του. Κατ’ ἄλλας παραλλαγὰς ὁ Χάρος ἐλλοχεύει πανταχοῦ τὸν Διγενή, ἢ ὁ Διγενῆς κτίζει κάστρον διὰ νὰ μὴ τὸν εὕρῃ ὁ Χάρος, ἀλλ’ οὐδὲ οὕτω τὸν ἀποφεύγει, ἢ ἀκούσας παρὰ φίλων του ὅτι ἐπεφάνη ἄγνωστος ἥρως (εἶναι δ’ οὗτος ὁ Χάρος) ἂν καὶ ἐπιθάνατος, προκαλεῖ αὐτὸν εἰς ἀγῶνα καὶ ἡττᾶται. Εἰς τὴν δηµοσιευοµένην κατωτέρω κρητικὴν παραλλαγὴν τοῦ ᾄσματος περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Διγενῆ εἶναι καταφανεστάτη ἡ ἐπίδρασις τῶν κρητικῶν παραδόσεων. Ὁ γενναῖος Ἀκρίτης προσέλαβεν ἐν Κρήτῃ τὰς διαστάσεις Τιτᾶνος, σχεδὸν οὐδὲν διατηροῦντος πλέον τὸ ἀνθρώπινον. Καὶ εἰς τὸ ᾄσμα τοῦτο, ὡς εἰς τὰς παραδόσεις, ὁ Διγενὴς διασκελίζει ὄρη, δισκεύει μὲ ὀγκώδεις λίθους, ἀνασπᾷ βράχους, νικᾷ εἰς τὸν δρόµον ἐλάφους καὶ αἰγάγρους. Ὁ Χάρος δὲν τολμᾷ νὰ παλαίσῃ μετ’ αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸν πληγώνει ἐξ ἐνέδρας.]
Αʹ

Ὅ Διγενῆς ψυχομαχεῖ κ’ ἡ γῆ τόνε τροµάσσει.
Βροντᾷ κι’ ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σειέτ’ ὁ ἀπάνω κόσµος,
κι’ ὁ κάτω κόσμος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεµέλια,
κ’ ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾷ πῶς θὰ τόνε σκεπάσῃ,
πῶς θὰ σκεπάσῃ τὸν ἀιτὸ τσῇ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.
Σπίτι δὲν τὸν ἐσκέπαζε, σπήλιο δὲν τὸν ἐχώρει,
τὰ ὄρη ἐδιασκέλιζε, βουνοῦ κορφαῖς ἐπήδα,
χαράκι’ ἀμαδολόγανε καὶ ῥιζιμιὰ ξεκούνειε.
’Σ τὸ βίτσιμά πιανε πουλιά, ς τὸ πέταµα γεράκια,
’ς γλάκιο καὶ ’ς τὸ πήδηµα τὰ λάφια καὶ τἀγρίμια.
Ζηλεύγει ὁ Χάρος μὲ χωσιά, μακρὰ τόνε βιγλίζει,
κ’ ἐλάθωσέ του τὴν χαρδιὰ καὶ τὴ ψυχή του πῆρε.


Στ. 8. χαράκια (χάραξ) ὀγκώδεις λίθοι, βράχοι. ἀμαδολόγανε = ἔπαιζεν ὡς ἀμάδας, δίσκον. Στ. 9. βίτσιμα = τίναγμα τοῦ σώματος. Στ. 10. γλάκιο = τρέξιµον, ἀγὼν δρόμου. ἀγρίμια = ἀγρίας αἷγας, αἰγάγρους.