Κυρά, τἀρνίθια δὲ λαλοῦν, καµπάναις δὲ σηµαίνουν,
κ’ ἡ ἐδικῇ σου ἡ ἐκκλησιὰ νὲ ψέλλει νὲ σημαίνει.
—Μπᾶ τοῦ πατρός µου τὸ ψωμὶ ’ς τὰ µάτια νὰ σᾶς πιάκῃ!»
Κ’ ἔτσι ἐσηκώθη μοναχὴ κ’ ἐβῆκε ’ς τὸ σκοτάδι.
Μιὰ δούλα δὲν τὴν ἄφηκε κι’ ἀπὸ κοντά της πῆγε.
Σὰν ἔφτακε, σὰ ζύγωσε ’ς τὴ µέση ἀπὸ τὸ δρόμο,
ἐκεῖ τῆς ἦρθε ὀλίγο ὁ νοῦς χι’ ἀρχίνησε νὰ λέῃ.
«Ποιὸς εἷδε νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ποιὸς εἶδε τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεµαλλοπλεμένη.
—Ἐγώ εἰδα νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ἐγώ εἰδα τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεμαλλοπλεμένη.
—Θέ µου, κι’ ἂν εἶμαι καθαρή, κι’ ἂν εἰμ’ ἐγὼ παρθένο,
ἄστραφε καὶ μπουμπούνιξε νὰ χαλαστοῦν τὰ µάγια.»
Δὲν ἄστραψε, δὲ βρόντηξε, δὲ χάθηκαν τὰ µάγια.
Κι ἀρχίνησε κ’ ἐκτύπαγε τοῦ Κωσταντῆ τὴν πόρτα.
«Ἄνοιξε, μάγισσας παιδὶ καὶ µάγισσας ἀγγόνι,
μ’ ἐβούρλισαν τὰ µάγια σου, κ’ ἦρθα κατὰ τ’ ἐσένα.
—Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα,
καὶ πιὲ νερὸ τῆς γούρνας µου, κ’ ὕστερα νὰ σ’ ἀνοίξω.
—Ἄνοιξε, μάγισσας παιδὶ καὶ µάγισσας ἀγγόνι,
μ’ ἐβούρλισαν τὰ µάγια σου, κ’ ἦρθα κατὰ τ’ ἐσένα.
—Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα.
καὶ πιὲ νερὸ τῆς γούρνας µου, κ’ ὕστερα νὰ σ’ ἀνοίξω.
—Άνοιξε, μάγισσας παιδὶ καὶ µάγισσας ἀγγόνι,
μ’ ἐβούρλισαν τὰ µάγια σου, κ’ ἦρθα κατὰ τ’ ἐσένα.
—Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα,
καὶ πιὲ νερὸ τῆς γούρνας µου, κ’ ὕστερα νὰ σ’ ἀνοίξω.»
Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα,
κ’ ἔπιε τῆς γούρνας τὸ νερὸ κ’ ἔσκασε σὰν τὸ ψάρι.
Κι’ αὐτοῦ ’ς τὰ ξημερώματα ὁ Κωσταντὴς ξυπνάει.
«Μάννα, δὲν ἦρθε ἡ νύφη σου, δὲν ἦρθε ἡ μαυρομάτα;
—Γιέ µου, δὲν ἦρθε ἡ νύφη µου, δὲν ἦρθε ἡ µαυρομάτα.»
Σὰν ἐκατέβη ὁ Κωσταντής, σὰν ἄνοιξε τὴν πόρτα,
σὰν εἶδε τὴ Λιογέννητη ’ς τὸ δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλὴ φωνίτσα νἔβγαλε, ψιλὴ φωνίτσα βγάζει.
Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/101
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
96
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ