Σελίδα:Διονύσου Διθύραμβοι.djvu/18

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.


ἡ ματιά σου μὲ προφτάνει,
εὐτυχία σου μὲ προβοδεῖ.

Γύρο μονάχα κῦμα καὶ παιχνίδι.
Ὅ,τι βαρὺ εἴταν, ἔπεσε στὴν μπλάβη λησμονιά,—
ἀργὴ στέκεται τόρα ἡ βάρκα μου.
Φουρτούνα καὶ ταξίδι — πὼς τὸ ξέμαθε!
Πόθος κ’ ἐλπίδες πνίγηκαν,
ψυχὴ καὶ θάλασσα γυαλὶ εἶναι.

Ἕβδομη μοναξιά!
Ποτές μου δὲν αἰστάνομουν τόσο κοντά μου
γλυκειὰν ἀσφάλεια,
τόσο θερμὴ τοῦ Ἥλιου τὴ ματιά.
— Ὁ πάγος τῆς κορφῆς μου ἀκόμα δὲν ἀνάβει;
Ἀσημένιο, ἐλαφρό, ἕνα ψάρι
τὸ σκάφος μου τόρα ἔξω πλέχει…



ΔΙΑΘΗΚΗ


Ἔτσι νὰ πεθαίνουν,
ὅπως τὸν εἶδα νὰ πεθαίνει μιὰ φορά—,
τὸ φίλο, ποὺ στὴ σκοτεινή μου νιότη
θεϊκὰ ἔριχνεν ἀστραπὲς καὶ ματιές·
— ζωηρὸς καὶ βαθὺς
στὴ μάχη χορευτής —,

18