Σελίδα:Διονύσου Διθύραμβοι.djvu/17

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.



2

Ὦ τῆς ζωῆς μου ἡμέρα!
ὁ Ἥλιος πέφτει.
Περίχρυση πιὰ στέκει
ἡ γυαλιστὴ πλημμύρα.
Θερμὰ ανασαίνει ὁ βράχος·
καλὰ ἐκοιμόταν ἡ εὐτυχία σ’ αὐτὸν τὸ μεσημέρι
τὸ μεσημεριανό της ὕπνο;
Ἡ ἄβυσσο ἡ μαυρειδερὴ ἀκόμα παίζει ἀπάνου
εὐτυχία σὲ πράσινα φῶτα.
Ὦ ἡμέρα τῆς ζωῆς μου!
ἔρχεται ἡ νύχτα!
Ἀνάβει πιὰ τὸ μάτι σου
μισοκλεισμένο,
πιὰ τῆς δροσιᾶς σου ἀναβρύζει
δακρυοστάλλαγμα,
πιὰ ἀπάνου ἀπὸ ἄσπρες θάλασσες ἥσυχα τρέχει
πορφύρα τῆς ἀγάπης σου,
ἡ μακαριότητά σου ἡ στερνὴ ἡ δισταχτική…

3

Ὦ εὐθυμία, χρυσῆ, ἔλα!
Σὺ τοῦ θανάτου μυστικότατη
γλυκύτατη προαπόλαψη!
— Παραπολὺ γλήγορα ἐγὼ τὸ δρόμο μου ἔτρεχα;
Νά τόρα ποὺ τὸ πόδι ἀπόστασε,

17