Σελίδα:Διονύσου Διθύραμβοι.djvu/13

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.


χαιρέκακα τὴν κόμη,
μὲ πλανερὸ περγέλοιο,
ἑνὸς ὄρνιου περγέλοιο…

Πρὸς τί ἔτσι ἀκλόνητος;
—ἀλύπητα περιγελάει:
πρέπει κανεὶς νἄχει φτερά, ὅταν τὴν ἄβυσσο ἀγαπᾶ…
νὰ μὴ μένει κρεμάμενος πρέπει κανείς,
σὰν σένα, κρεμασμένε!…

Ὦ Ζαρατούστρα,
ἀσπλαχνότατε Νέμρωδ!
Προλίγου ἀκόμα κυνηγὸς Θεοῦ,
τὸ δίχτυ ὅλων τῶν ἀρετῶν,
τὸ βέλος τοῦ κακοῦ!—
Τόρα—
ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐσένα συλημένο,
τὸ λάφυρό σου τὸ ἴδιο,
μέσα στὸν ἴδιο ἐσένα τρυπημένο…

Τόρα—
μονάχος μὲ τὸν ἑαυτό σου,
παρέα μὲ τὴν ἴδια σου τὴ γνώση,
ἀνάμεσα ἑκατὸ καθρέφτιδων
ψεύτικων ἀπὸ σὲ τὸν ἴδιο,
ἀνάμεσα σἑκατὸ θύμησες
ἀβέβαιες,
ἀποκομένος σὲ κάθε πληγή,
σὲ κάθε παγωνιὰ ψυχρός,
πνιγμένος στὰ ἴδια τὰ σκοινιά σου,

13