τὸ βλέμμα της μὲ συντυχαίνει,
μὲ ἀγάπη, μὲ κακία, σὰν κορασιοῦ ματιά…
Ἐμάντευε τὸ βάθος της εὐτυχίας μου,
ἐμένα ἐμάντευεν — ἄ! τί ἐφευρίσκει;—
Πορφυρένιος ἕνας δράκοντας κατασκοπεύει
στὴν ἄβυσσο τῆς κορασίσιας τῆς ματιᾶς της.
— Σούτ! Ἡ ἀλήθεια μου μιλεῖ!—
Ἀλλοίμονό σου, ὦ Ζαρατούστρα!
Μοιάζεις σὰν ἕνας,
χρυσάφι ποὺ κατάπιε·
θὰ σοῦ ξεσκίσουν, θὰ σου ἀνοίξουν τὴν κοιλιά!…
Πολὺ πλούσιος εἶσαι,
ἐσύ, καταστροφέα πολλῶν!
Παρὰ πολλοὺς κάμνεις ζηλόφτονους,
παρὰ πολλοὺς κάμνεις φτωχούς…
Σὲ μέν’ τὸν ἴδιο ρίχνει ἥσκιο τὸ φῶς σου—,
τουρτουρίζω· φεύγα μακριά, σὺ πλούσιε,
φεύγα, Ζαρατούστρα, μακριά ἀφ’ τὸν ἥλιο σου!…
Τὰ περισσεύματά σου ἐπιθυμοῦσες νὰ χαρίσεις, νὰ ξεκάμεις,
μὰ ὁ περιττώτατος ὁ ἴδιος εἶσαι ἐσύ!
Φρονίμεψε, ὦ σὺ πλούσιε!
Πρῶτα τὸν ἴδιο σου ἑαυτὸ χάρισε, ὦ Ζαρατούστρα!
Δέκα χρόνια πᾶνε—,
καμιὰ σταλαγματιὰ δὲ σἔφτανε;
Κανένα ἀγέρι ὑγρούτσικο; καμιὰ δροσιὰ ἀπ’ Ἀγάπη;