Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/91

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 85 —

Μοῦ ἐκεντήθηκε ἡ περιέργεια καὶ τὸν ἐπαρακάλεσα νὰ μοῦ πῆ ὅσα ἤξερε.

— Δὲν ἔτυχε ν’ ἀκούσῃς γιὰ τὴ Δεκοχτοῦρ’, ἀφεντικό; Δεκοχτώ, μαθές, τὴν ἀγαπήσανε καὶ κανένα δὲν ἐπήρενε. Καὶ σιγὰ σιγά, μὲ δικά του λόγια καὶ μὲ δικές του παρατήρησες, μοῦ ἐδιηγήθηκε τὴ γνωστὴ ἱστορία τῆς Σμαραγδοῦλας. Καὶ ἀφοῦ ἐστάθηκε λίγο, εἶπεν ἀκόμα.

— Μεγάλη ταραχὴ καὶ ἀνησυχία ἤφερε στὸν τόπο ἡ ἱστορί’ αὐτή· τὸ φέρσιμο μαθὲς τοῦ Ζώη καὶ τὸ φέρσιμο τῆς Σμαραγδούλας· γιατὶ ὁ ἕνας ἐκατάκρινεν τὸν ἕνανε κι’ ἄλλος τὸν ἄλλονε. Ἀκολουθήσανε λόγια καὶ καυγάδες. Ὁ Μόρφος το πῆρ’ ἀπάνω του κ’ ἐφώναζενε πῶς θὰ κάμῃ καὶ θὰ δείξῃ, μὰ ἔλα ποῦ ἐδούλιανε ν’ ἀνταμωθῇ μὲ τὸ Ζώη! Ἐφώναζεν ἀπὸ μακρυά. Ὁ Ζώης σὲ λίγο καιρό, ἐξενιτεύθηκε, ἤφυε κι’ ὁ Μόρφος καὶ ἡ ἱστορία ἐξεχάστηκε.

Καὶ ὁ φιλόσοφος ἀγωγιάτης μου, σὲ λιγάκι ἐπρόσθεσε.

— Εὐτὰ τὰ πράματ’ ἀφεντικό, ἡ ἱστορίες, μαθές, εὐτές, ἤτανε συνειθισμένες τὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Μού λεεν ὁ γέρος μου, πῶς ἐτότες ἡ κοπέλλες καὶ οἱ κοπελλιάρηδες ἀγαπούσανε στ’ ἀλήθεια, ἀγαπούσανε, μαθές, τὸν ἄθρεπο καὶ πόσα δὲν ἐκάνανε γιὰ τὴν ἀγάπη! Οἱ θαλασσινοὶ περσότερο, μὰ καὶ σὲ μᾶς κοι χωριανοὶ ἐγενόντανε πολλά. Τραγούδια τσοὶ δρόμοι, μαντουνάδες ἀπὸ κάτ’ ἀπ’ τὰ παραθύρια οὕλη νύχτα, καὶ ζήλιες καὶ πεισματικὰ καὶ καυγάδες καὶ κλεψιὲς καμμιὰ φορά, μόνα δὲν ἐθέλανε οἱ γονοί. — Μαθές, —μοῦ ἐξήγησε πιὸ καθαρὰ ὁ Βασίλης— σὰ δὲν ἤθελεν κανένας γονιὸς νὰ δώκῃ τὸ παιδί του, ἐκλεβόντανε οἱ δυὸ κ’ ἐπερνόντανε, γιατὶ ἐτότες ἐγαπούσανε τίμια καὶ δὲν ἐβλέπανε μόνι τὸν παρά, σὰν καὶ τώρα.

— Θὲς νὰ πῇς πῶς τώρα δὲν ἀγαποῦνε; ρώτησα ’γώ.

— Δὲ βαριέσαι! εἶπεν ὁ Βασίλης. Μὰ νά, μὴν πᾶς μακρυά· ἐμένα, τὴ μεγάλη μου κόρη — τὴν εἶδιες, ἀφεντικό,