Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/84

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ

I

ΥΠΝΟ δὲν εἶχεν, κάμποσες νύχτες τώρα, ἡ Σμαραγδοῦλα. Ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ ὡραῖα της μάτια εἰνε μιὰ σειρά μελανή, τῆς ἀγρύπνιας, σημάδι. Θυμώνει μὲ τὴν ἀδιακρισία, τὴν αὐθάδεια τῶν παλληκαριῶν ποῦ δὲν τὴν ἀφίνουν νὰ κοιμηθῇ. Ἡ δυσαρέσκειά της φαίνεται σ’ ὅλα της τὰ κινήματα.

— Ἀκοὺς ἐκεῖ! Νὰ μὴν μπορῇ ἕνας νὰ ἡσυχάσῃ, νὰ μὴν εἶν’ ἐλεύθερος ν’ ἀναπαυθῇ γιατὶ ἐκατέβη στὸ κεφάλι μερικῶν νὰ ἔρχουνται τὴν νύχτα νὰ τραγουδοῦν, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς παρακαλῇ. Αὐτοὶ εὐχαριστοῦνται, ῥώτηξαν ὅμως καὶ μένα, ἂν θέλω ν’ ἀκούω; Νά ταν ἐδῶ ὁ Μᾶρκος ὁ ξάδελφός μου, δὲν θὰ μὲ πείραζε κανένας. Αὐτὰ ἐσυλλογιόταν ἡ Σμαραγδοῦλα, ἐνῷ ἡ καϋμένη ἡ γρῃὰ θεία της εἶνε νὰ χάσῃ τὸ νοῦ της μὲ τὸ φυσικὸ τῆς ἀνεψιᾶς. Νὰ τὴν ἀγαποῦνε τόσοι, νὰ τὴν κυνηγοῦνε, νὰ εἶνε ἕτοιμοι νὰ φαγωθοῦν, κι’ αὐτὴ νὰ θυμώνῃ, νὰ τοὺς βρίζῃ, νὰ μὴ θέλῃ νὰ τοὺς ξέρῃ. Ἡ πατινάδες καὶ τὰ τραγούδια, ἐκεῖνο ποῦ γιὰ τὴς ἄλλες κοπέλλες ἦταν χαρὰ καὶ πανηγύρι καὶ καύχημα, γιὰ τὴν Σμαραγδοῦλα ἤταν ἀφορμὴ θυμοῦ. Ἀπελπίζετο ἡ καϋμένη ἡ θεία της μὲ τὸν χαραχτῆρα της τὸν παράξενο, τὸν ἀλλόκοτο! Ποῦ εὑρῆκε αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνεια, κόρη