Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/63

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 63 —

Εἰς τὸν θάλαμον τῆς πρύμνης, παρὰ μικρὰν τετράγωνον τράπεζαν, ἐκάθηντο οἱ δύο φίλοι, ὁ πλοίαρχος μὲ τὸν βοηθόν του. Οὗτος ἡτοιμάζετο ν’ ἀνέλθῃ εἰς τὸ κατάστρωμα, ὅταν ὁ Καραγιάννης τὸν ἐκράτησε· εἰς τὸ πρόγευμα εἶχε πιῇ ἕνα ποτῆρι περισσότερον καὶ ἦτο εὔθυμος.

Ἔχω νὰ σοῦ μιλήσω, Ἀντωνέλλο, τοῦ εἶπε. Ὁ Ἀντωνέλλος ἐπανεκάθησε. Κάτι προεμάντευε, κάτι προῃσθάνετο καὶ ἡ καρδία του ἔπαλλε.

— Βρὲ ἀδελφέ, Ἀντωνέλλο, ἐγὼ βρίσκω πῶς εἶνε καιρὸς πλιὸ νὰ ἰδοῦμε καὶ μεῖς τί θὰ κάμωμε.

Ὁ Ἀντωνέλλος δὲν ἀπήντησε.

— Ὡς πότε θά μαστε λεύτεροι; ἐξηκολούθησεν ὁ Καραγιάννης.

Ὁ Ἀντωνέλλος ἐσιώπα.

— Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ θέλω νὰ μοῦ κάνῃς τὸ βουβό, παράξενε.

— Τί θὲς νὰ σοῦ πῶ; εἶπε σιγά ὁ Ἀντωνέλλος.

— Νὰ μοῦ πῇς τὴ γνώμη σου· ἐγὼ δὲ θέλω πλιὸ νάμαι λεύτερος· μόνο βρίσκω σωστὸ νὰ κάμῃς ἐσὺ τὴν ἀρχή, σὰν πιὸ μεγάλος.

Οἱ παλμοὶ τῆς καρδίας τοῦ Ἀντωνέλλου ἐδιπλασιάσθησαν.

— Ἔχω τὴν ἀδερφή μου, καπτὰ Γιάννη.

— Καὶ ἐγὼ ἔχω τὴ δική μου· τί πειράζει; θὰ φροντίσωμε καὶ κατόπι.

Ὁ Ἀντωνέλλος ἐκίνησε τὴν κεφαλήν, χωρὶς ν’ ἀπαντήσῃ.

— Ἄκουσε, Ἀντωνέλλο, εἶπεν ὁ Καραγιάννης ἂν ἡ Μπέλλα πανδρευότανε, δὲ θ’ ἀρχότανε καὶ ἡ δική σου ἀράδα;

Ὁ Ἀντωνέλλος ἤκουε τώρα τοὺς παλμούς τῆς καρδίας του: τόσον ἦσαν σφοδροί!

— Τί θὲς νὰ πῇς; ἠρώτησε σιγανά.