Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/32

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 26 —

Μιὰ βραδειά, τὸ Μαριὼ ἡ Μυλωνοῦ εἶχε τηγανίτες γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἀγοριοῦ της καὶ εἶχε προσκαλεσμένο τὸ ’γούμενο καὶ τὸν Ἄνθιμο. Ὁ καλόγερος δὲν εἶχε πολλὴ ὄρεξι, ἐπῆγε ὅμως γιὰ νὰ μὴν κακοφανῇ τῆς γυναίκας.

Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι καὶ παιδιά, ἔκαμαν ἕνα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρὸς σὲ βρενιγάδια μέσα καὶ σὲ σκουτέλες, ἐκοκκινοβολοῦσαν κ’ ἐτραβοῦσαν τὴν ὄρεξι τόσο, ποῦ σὲ λιγάκι σχεδὸν ἄδειασαν ἡ σκουτέλες καὶ τὰ τσανάκια. Τὸ ρετσινᾶτο καὶ αὐτὸ ἔτρεχε ρέμμα καὶ ἡ πολλὴ φλυαρία καὶ τὰ τραγουδάκια ἔδειχναν, μετὰ κἄμποση ὥρα, πῶς οἱ χωρικοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες ἐτίμησαν καλὰ τὸ συμπόσιο τῆς κερὰ Μαριώς. Ὁ ’γούμενος ἔτρωγε κ’ ἔπινε εἰς τὴν πρώτη γραμμὴ κ’ ἐπαρακινοῦσε νὰ τρώγῃ καὶ τὸν Ἄνθιμο ὁποῦ ἤταν ἄτολμος καὶ δειλὸς σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα. — Τρῶγε, παλαβέ, τοῦ ἔλεγε κάθε λίγο καὶ τὸν ἔκανε νὰ κοκκινίζῃ μὲ τὸ ὕφος του, ὁποῦ κάθε στιγμὴ ἐγινότανε πιὸ ἀδιάντροπο. Εἶχε κορώσῃ πιὸ τὸ ζεῦκι, ὅταν ἄξαφνα ὁ παππᾶ Συνέσιος σηκώνεται, ἁρπάζει ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Ἄνθιμο, τὸν τραβᾶ κατόπι του καὶ παγαίνει καὶ καθίζει δίπλα σὲ μιὰ χωριανή, νέα χήρα, δροσερὴ καὶ ἀφράτη· τὸν καλόγερο τὸν κάθισε δίπλα του· αὐτὸς ἤταν στενοχωρεμένος, μὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ δείξῃ. Ὁ ’γούμενος ἄρχησε τὴν ὁμιλία μὲ τὴ χήρα καὶ στὸν ἴδιο καιρὸ ἐκερνοῦσε καὶ αὐτὴν καὶ τὸν Ἄνθιμο χωρὶς νά λησμονᾷ τὸν ἑαυτό του. Οἱ χωριανοὶ ἐτρωγόπιναν ἀνάμεσό τοις κ’ ἐτραγουδοῦσαν χωρὶς νὰ δίνουν προσοχὴ στὸ ’γούμενο μὲ τὴν παρέα του. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα ἐγινότανε πιὸ εὔθυμος καὶ μιὰ φορὰ ὁποῦ ὁ Ἄνθιμος δὲν τὸν ἄκουσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ πιῇ, ὁ ’γούμενος τοῦ λέγει — Πιὲ παλαβέ, πιέ, ἀνόητο πρᾶμμα· καὶ στὸν ἴδιο καιρὸ τοῦ δίνει μία τσιμπιὰ ἀπὸ πίσω ὁποῦ ὁ καλόγερος ἐτινάχτηκε ἀπὸ τὸν πόνο καὶ πρὶν καλοέλθῃ στὸν ἑαυτό του, ἄλλη τσιμπιὰ ὁ