Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 63.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

φεντεμένη ἀπὸ μιὰ καθαρὴ λογικὴ ἡ αἰσθαντικότητα αὐτὴ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ὀμορφιά. Θέλει νὰ φουντώσει σὲ ἁρμονία, μὰ ἔχει πάντα γιὰ πηγή της τὴν ἀνθρώπινη συγκίνηση.

Τὰ ρομάντζα του τὰ εἶπαν βιβλία σάρκας· ἐπὶ πλέον, ὅμως, εἶναι βιβλία ὅπου ἡ ἀρχικὴ ἐπιθυμία παρουσιάζεται τότε μόνο ὡραία καί ἐπαινετή, ὅταν ἐξυψώνεται ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν σκέψη ἢ ἀπὸ τὴν ἀμοιβαί ὁρμὴ τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸ ἄλλο. Στὰ βιβλία του καμμιὰ μοιχία. Μὰ ἔρωτες ἐλεύθεροι, κορίτσια κ’ ἑταῖρες, κόκκινα καὶ ἄσπρα τριαντάφυλλα, μπουκέτο φωτολουσμένο ἀπ’ τὸ γαλάζιον οὐρανὸ μ’ ὅλη τὴ φαντασμογορία τοῦ ὕφους·


PAUL FORT: Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Je ne chante (Magny), je pleure mes ennuis:
Ou pour le dire mieux, en pleurant je les chante
Si bien qu' en les chantant, souvent je les enchante:
Voilà pourquoi (Magny) je chante jours et nuits.

Ἔτσι πολλὲς φορὲς — ὅπως τραγουδώντας ἢ κλαίοντας συνέθεσε τὴ στροφὴ αὐτὸ ὁ Joachim du Bellay — ἀνακατατεύουμε τὸ γέλοιο μὲ τὸ κλάϋμα, χωρὶς νὰ ξεύρουμε ἂν γελάμε ἢ κλαῖμε ἢ ἂν αἰσθανόμαστε εὐχαρίστηση ἢ δυσαρέσκεια. Ποιός ξεύρει στὴ «Θλίψη τοῦ Ἀνθρώπου» ἂν ὁ Ποιητὴς σπαράζει ἀπὸ τὰ γέλοια ἢ ἀπ’ τὸ κλάϋμα ὅταν σηκώνει ὁ Νεκρομάντης τὰ ροῦχα του, ἢ ὅταν τὸ μάτι τοῦ πληγωμένου ἀλαφιοῦ πεπλώνεται καὶ δακρύζει, ἢ ὅταν ὁ Τρελλὸς Μουσικὸς ποὺ ἑτοιμάζεται χαρούμενος νὰ κάμει τὸν καλὸ Θεὸ νὰ χορέψει καὶ ὁ Θάνατος τοῦ ψιθυρίζει στ’ αὐτί γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει, μήτε τὸ γαλάζιο ποὺ τραγουδάει, κι’ ὅμως εἶναι χαριτωμένη ἡ ἱστορία. Ὁ Δημόκριτος αἰσθάνεται καὶ γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι ἂν δὲ γελοῦσε στὴν ἀρχή, θὰ ἔκλαιε καὶ αὐτός, καὶ τὸ γέλοιο του δὲν εἶναι μήτε πιὸ χαρούμενο, μήτε ὀλιγώτερο φιλοσοφικὸ ἀπὸ τὰ δάκρυα τοῦ Ἡρακλείτου.

Εἶναι γνωστὸς ὁ τέλειος στίχος τοῦ Paul Fort ἄλλοτε πλέριος καὶ ἄλλοτε τρυφερώτατα εἰδυλλιακός, εἶναι γνωστὴ ἡ ποιητικὴ μεγαλοφυΐα του ποὺ ἐξύμνησε σὲ τόσον εὔμορφες Μπαλλάντες τόσα ὡραῖα πράγματα, ποὺ μποροῦν νὰ μεταφερθοῦν ὡς ἄρτιες ἀξίες στὸ παγκόσμιο ὡραῖο, ὥστε νὰ μὴ ξαφνίζει τὸν ἀναγνώστη ἡ σχεδὸν πλαστικὴ τελειότητα τῆς «Θλίψης τοῦ Ἀνθρώπου» ποὺ νομίζει ὅτι εὑρίσκεται σ’ ἕνα κύκλο πολύμορφης ὀμορφιᾶς.

ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Ἡ σημερνὴ τῶν πόλεων λογοτεχνία δὲν παρουσιάζει ἀφθονία καὶ πλοῦτο, παρὰ στὰ σοννέτα, στὰ πεζὰ ποιήματα καί σ’ ἕνα δυὸ καλοδουλεμένα βιβλία, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἔχουνε καθόλου σχέση μὲ ὅ,τι ἀποτελεῖ τὸ βαθὺ καὶ κοινὸ ἐνδιαφέρον τῆς ζωῆς. Αὐτὸς εἶναι πάνου κάτου ὁ ἀφορισμὸς τῆς σχολῆς τοῦ σημερνοῦ Ἰρλανδικοῦ Θεάτρου, ὅπως τὸν ἔγραψεν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχηγούς του ὁ Synge καί ὅπου βασίζονται σήμερα ὅλοι σχεδὸν οἱ νέοι Ἰρλανδοὶ συγγραφεῖς, ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς τὰ διηγήματα καὶ τὰ μυθικὰ ποιήματα τοῦ Sharp ἢ μὲ τὸ ψευδώνυμο Fiona Macleod καὶ τὰ δραματικὰ ἢ λυρικὰ δοκίμια τοῦ Yeats. Ὅλοι οἱ ἄλλοι τείνουν σ’ ἕνα δικό τους εἶδος πραγματισμοῦ, ἂν εἰμπορεῖ νὰ λεχθεῖ πραγματισμὸς μιὰ

 634