Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 57.jpg

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

νὰ ἐκδηλωθεῖ μὲ τὰ μέσα τεχνοτροπίας ξένης πρὸς τὶς ἀνάγκες της. Γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὰ δημοτικὰ τραγούδια ἔχουν καὶ τὴν τεχνοτροπία των τὴν φυσικὴ τὴν ἀβίαστη καὶ τὸ ξέχωρο ὗφος τους, ποὺ ἀνταποκρίνουνται καὶ σὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ σὲ εἰδικὲς ἀντιλήψεις καὶ σ’ ἄλλους χρόνους. Κάθε τωρινὴ μίμησή τους εἶναι ἕνα pastiche, ὅπως λένε οἱ Γάλλοι, καὶ pastiche ποὺ ἔχει τὶς ἀξιώσεις τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληᾶ» εἶναι ἐπιχείρηση ἐλάχιστα βιόσιμη.

Ὁ πρόλογος τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληᾶ» μᾶς δίνει τὴ ρητὴ ὑπόσχεση πως, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὶς σύγχρονες ἀποκαρωμένες ψυχὲς, τὸ τραγούδι τὸ ἡρωϊκὸ θ’ ἀρχίσει:

Τραγούδι τῶν ἡρώων! Ἐμπρός, τραγούδι τῶν ἡρώων!
Ἀπάνου ἀπὸ τἀπόσταχτα, ἄναψε ὦ φλόγα, λάμψε

Καί ὅμως μάταια θ’ ἀναζητήσει κανεὶς τὴ φλόγα τοῦ ἡρωϊσμοῦ στὸν καταρράκτη τῶν δεκαπεντασύλλαβων ποὺ ρέει ἀκράτητος σὲ δώδεκα λόγους. Τὸ ἔργο καὶ κατὰ τὴ ρητὴ δήλωση τοῦ ποιητή:

Ἔβγα κιθάρα μου ἐπικὴ μεσ’ ἀπ’ τὸ μονοπάτι

φαίνεται νὰ εἶναι ἐπικό. Ἐντούτοις καμμιὰ πλοκή, κανένα ἐπεισόδιο δὲν δικαιολογοῦν αὐτὴ τὴν κατάταξη. Ὄχι βέβαια πῶς τὰ φιλολογικὰ εἴδη πρέπει νἄχουν ὡρισμένες τάξεις καὶ περιορισμούς. Ἀλλὰ ἐπὶ τέλους ἕνα ἔπος ποὺ βαστᾶ συγκρατητὲς 180 σελίδες, ἄν δὲν ἔχει ὁσοδήποτε ἁπλὸ ἐπεισόδιο νὰ ἱστορήσει, θὰ φανερωθεῖ ὁλότελα ἀσυνάρτητο. Καὶ ἄν ἀκόμα θεωρήσουμε τὸ ποίημα αὐτὸ ὡσὰν ὕμνο τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου, καὶ πάλι θὰ βροῦμε πῶς ἡ μεγάλη μορφὴ τοῦ Αὐτοκράτορα, ἀντὶ νὰ σκιάζει ὅλο τὸ ἔργο, μὲ πολλὴ δυσκολία καταφέρνει ν’ ἀνακύψει ἀπὸ τὸν ὄγκο τῶν λέξεων ποὺ τὴν πνίγει. Καὶ βέβαια τὸ ταξεῖδι του στὴν Ἀθήνα ποῦ, μὲ πολλὲς παρεκβάσεις, περιγράφεται ἀπὸ τὸν Γ. ΄ ἕως τὸν Ι. ΄ λόγο, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, οὔτε εἶναι, πλοκή. Εἶναι ἴσως μία ποιητικὴ γεωγραφία, μὲ λίγα διαλεχτὰ μέρη. Καὶ ἐνῶ σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ ταξεῖδι τὰ βουνὰ τὰ ποτάμια, οἱ πόλεις, σὲ ἀδιάκοπη προσωποποίηση, μιλοῦν καὶ ρητορεύουν ἐνῷ δίνουνται εὔσημα στὶς διάφορες φυλές ποὺ ἀποτελοῦν τὸν στρατὸ τῆς Αὐτοκρατορικῆς συνοδείας, ἐνῷ περιγράφουνται μὲ ἐπίμονη λεπτολογία τὰ ἅρματα καὶ οἱ φορεσιές, τὰ λάβαρα καὶ τὰ νάκαρα κλπ. ὁ κακότυχος Αὐτοκράτορας, ἄψυχο ἀνδρείκελο, ἄβουλο σκιάχτρο, σκιὰ κἄποιου ὑποθετικοῦ Ἄρη, σέρνεται χωρὶς θέληση, χωρὶς σκέψη, χωρὶς δράση πρὸς τὸ τέρμα τοῦ ταξειδίου του.

Μόλις μιὰ φορὰ, σὲ καμμιὰ δεκαριὰ στίχους, μὲ κἄποια ἀπελπισμένη προσπάθεια ξυπνᾶ στὴ δράση καὶ ὁ ᾕρωας τοῦ ποιήματος καί, σἄν ἄνθρωπος μὲ σάρκα, πολεμᾶ καὶ νικᾶ τὸν Βάρδα τὸν Φωκᾶ, «τῆς λεβεντιᾶς τ’ ἀστέρι.» Καὶ ἀμέσως ξαναπέφτει στὸν πρωτητερινό του λήθαργο.

Στὸν ΙΑ.΄ λόγο δοκιμάζει πάλι μιὰ στιγμὴ ἡ σκέψη τοῦ Αὐτοκράτορα νὰ ἐκδηλωθεῖ σέ μιὰ ὑπνοφαντασία ποὺ τοῦ ἀνοίγει τὸ μέλλον καὶ τοῦ φανερώνει τὴ θλιβερὴ τύχη τῆς Αὐτοκρατορίας του. Ἀλλὰ κι’ ἐκεῖ μόλις ἡ τραγικὴ καταστροφὴ χαράξει στὰ μάτια τοῦ ἥρωα τὶς ματωμέ-