Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 47.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Τὸ περιγιάλι ἁρμύρισε μὲ τὴ φρεσκάδα
τοῦ Ζέφυρου ποὺ ὀγρὸς ἀχνοσταλάζει
πὰ στὰ γλαυκὰ νερὰ παράπονο
λύπην, λυγμόν, καϋμό, μαράζι

Ἀλαφρὰ ὁ ψαρᾶς πελάγωσε τὸ πέραμά του
μέσα στὴν ἀντηλιὰ ποὺ κάμνει
τὴν ζωγραφιὰ ποὺ ἐξιστόραω ἀνείπωτη
κι’ ἀπὲ ἀρχινάει βαριὰ κι’ ἀργὰ νὰ λάμνει

Κι’ ἔτσι ὡς τὸ λέω, ὁ ζέφυρος ἀγάλια πέφτει
καὶ ὁ μπλάβος οὐρανὸς μεσ’ τὸ κρυστάλλι
τῆς θάλασσας κιτάει τὴν ὄψι του
μαζὺ μὲ ὅλο γύραθε τὸ ἀκρογυάλι

Ὅπου ξανθό, ἀνιστόρητο, σὰν σὲ καθρέφτη
τὴν ὀμορφιὰ διπλώνει στὴν ψυχή μου
καὶ μὲ λιγάει στὰ γόνατα ἄθελα
χλωμὸν νὰ πῶ τὴν προσευχή μου

Μὰ εὐλαβικὰ ὡς προσεύχουμουν ὁ ἥλιος στὰ νέφη
διπλώνεται ἀμαυρός, κι’ ὅσο βυθίζει
 τὴν δέησην ἡ ζωγραφιὰ μοῦ λίγωσεν
κι’ ἕνα ξανθό ἀκρογιάλι μοῦ θυμίζει

Ἀγάπη μου: Πάντα τὸ βράδυ ὁ ἥλιος σὰν βυθίζει
Πάντα τὸ ὅμοιο ξανθὸ ἀκρογιάλι μοῦ θυμίζει

ΠΟΛΗΝΙΚΟΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΑΙΟΣ

47