Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 37.jpg

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

πιάνει κιαὐτὴ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ τὴν δάγκωνε κιαὐτὴ σἄν νἆταν θηρία, καὶ δὲ φοβιοῦνταν τὸ Θεὸ καὶ τὴν Κυρὰ—μεγάλη ἡ χάρι της. Τότε ἡ Ρήνκω σώπασε καὶ λέει μοναχά.

— Ἄς εἶναι μωρ’ ἀδέρφια· καὶ ναὕρατε χαλάλι νὰ σᾶς γένουν· μόνε ρίξτε τὰ χώματα πάλι μάτα καὶ πατῆστέ τα μὴν ἔρθῃ κανεὶς τὸ πουρνὸ καὶ βάλῃ σουμπεέ.

— Χά· χά· λέει ὁ χωριάτης νὰ τὰ ρίξουμε· καὶ γιὰ νὰ γελάσῃ καλύτερα τὴν ὀρφανὴ Ρήνκω, ἁρπάζει τὸ φικάρι καὶ γεμίζει πάλι τὸ λάκκο, χωρὶς νὰ σφάξουν τὸ κουρμπάνι· ἅμα τὸν ἀπόχωσε:

— Καληνύχτα.

— Καλοξημέρωμα.

Ἔφυγε ἡ Ρήνκω, μείνανε οἱ δυὸ τους.

— Καί τώρα μωρὴ Σάντα!

— Τώρα ντέ! ποῦ δὲ σφάξαμε τὸ κουρμπάνι! νὰ τὸν ἀνοίξουμε πάλι;

— Μπᾶ δὲν κάνει· καλά ἤτανε τότε.

— Ἄϊντε μωρέ· λόγια εἶναι κιαὐτά, λέει ἡ Σάντα· θὰ σφάζαμε τὸ γάττο μαθὲ καὶ κάτι θὰ κάναμε· σἄ θέλει ὁ Θεὸς καϋμμένε μου! τὶ ξέρει καὶ ὁ γεροξεκούτης ὁ Μετσοβίτης! νὰ στρώσουμε τώρα τὸ μπάσσι καὶ νὰ κοιμηθοῦμε. Ἔτσι ἔκαμαν τάχα πῶς ἡσύχασαν καὶ θέλησαν νὰ κοιμηθοῦνε· μὰ ποῦ ὕπνος! ἡ αὐγὴ τοὺς ηὗρε ἄϋπνους καὶ σηκώθηκαν τὸ πουρνὸ[1] σἂν Ραμαζανίσιοι· ὡς τόσο δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανένα καὶ δὲν ἔβγαναν νὰ τσακίσουν[2] οὔτε ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους· τὰ φύλαγαν στὸ σεντοῦκι καὶ δούλευαν σἄν καὶ πρῶτα· δὲν πέρασε ὅμως λίγος πολὺς καιρὸς καὶ ἀρρώστησε τὸ παιδί τους· ἀρρώστησε, πέφτουν στὸ στρῶμα φέρνουν γιατρούς, παραγιατροὺς ἀπὸ τὰ Γιάννινα, πουθενά νὰ πάρῃ τὸ καλίτερο.

Τότε πρωτοχάλασαν ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὰ βρετίκια καὶ εἶπαν τάχα πῶς ἡ Σάντα ἔβαλε ἀμανάτι τὰ τζοβαερκά της καὶ τὰ πῆρε. Μὰ ἡ Ρήνκω τὸ κατάλαβε καὶ βάρυνε ἡ καρδιά της.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ ἀρρώστησε τὸ παιδί τους, ὁ Μοῦργος, τὸ σκυλλὶ ποῦ ἔλεγαν νά κάμουν κουρμπάνι, πήγαινε τὰ μεσάνυχτα ἀπόξω ἀπὸ τὸ παραθύρι καὶ ἔσκαφτε λάκκο μὲ τὰ ποδάρια του καὶ οὐρλιάζονταν λυπητερὰ λυπητερὰ ποῦ ἀνατσίριαζεν ἡ πέτσα τοῦ κορμιοῦ σου· ὅλοι οἱ γειτόνοι τὸ λέγανε.

— Δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμμα αὐτό· τῆς Σάντας τὸ καλόπαιδο θὰ πεθάνῃ χαλασιά της

Ἡ Σάντα καὶ ὁ ἄντρας της θυμιοῦνταν ποῦ δὲν ἔσφαξαν τὸ κουρμπάνι καὶ ἡσυχία δὲν εὑρίσκανε· λέγανε πῶς ἀπὸ κεῖνο χάνουν τὸ παιδί τους· ὅσο ποῦ μιὰ νύχτα δὲν βάσταξε ὁ χωριάτης, μὰ καθὼς ἐπῆγε τὰ μεσάνυχτα ὁ σκύλλος νὰ οὐρλιάξῃ στὸ παραθύρι, βγαίνει ἔξω, τὸν ἀρπὰζει, τὸν σέρνει μέσα, σκάφτει ἕνα λάκκο μὲ τὸ μαχαίρι του κοντὰ στὴ γωνίστρα, ἐκεῖ ποὖχαν εὕρῃ τὸ βλησίδι, καὶ μιὰ καὶ τὸν σφάζει, καὶ χύνεται τὸ αἷμα μέσ’ στὸ λάκκο. Ὁ σκύλλος οὔρλιαξε γιὰ τελευταία φορὰ, τινάχτηκε καὶ αἷμα κάμποσο πῆγε καὶ ράντισε τὸ ἄρρωστο παιδί· τότε τὸν σκαπέτησαν[3] ὄξω καὶ τὸ


  1. τὸ πρωΐ.
  2. ἀλλάξουν.
  3. ἔρριψαν.