Σελίδα:Γράμματα Αρ.1 (1911) - 13.jpg

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

στὸ σύστημα αὐτὸ τῆς κοσμογονίας, ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψη κάθε τέτοιο ἐγχείρημα. Ἐμπειρικὴ ἢ ἐπιστημονικὴ κοσμογονία θὰ μένει πάντα μιὰ οὐτοπία ἀφοῦ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης.

Θεμέλιο αὐτῆς τῆς προσπάθειας σύνοψης τοῦ φαινομένου τῆς Ζωῆς, εἶναι ἔνας συνδυασμὸς τῶν βασικῶν ἰδιοτήτων τοῦ πνεύματος, μιὰ σειρά συλλογισμῶν ποῦ δοκιμάζουν νὰ ὑφάνουν σ’ ἕνα σύνολο σὲ μίαν ἑνότητα τὶς ἰδέες τοῦ Χρόνου, τοῦ Χώρου καὶ τῆς Αἰτιότητας.

Ἔτσι καὶ πάλι φανερώνεται κι’ ἡ προσπάθεια αὐτὴ ὄχι πιὰ δοκιμὴ ἀντικειμενικῆς κοσμογονίας ποῦ ν’ ἀγκαλιάζει τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ εὑρίσκει τὸν πραγματικὸ ρυθμὸ κατὰ τὸν ὁποῖον γίνεται ἡ ἐξέλιξη τοῦ Κόσμου, παρὰ μονάχα σύμπτυξη τῶν φαινομένων σὲ μορφὴ ἑνότητας ἀντιλήψημης γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα. Πρόκειται δηλαδὴ νὰ χυθῆ ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος στὴ μήτρα τοῦ νοῦ, νὰ πάρη ὑποχρεωτικὰ τὴ φόρμα του, καί, μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, νὰ γίνη ἀντιλήψιμος.

2. Γιὰ νὰ καθαρίσει πρῶτα πρῶτα τὸ ἔδαφος, ἀπάνω στὸ ὁποῖο θὰ χαράξῃ τοὺς συλλογισμούς του, ὁ Νίτσε κρίνει, ἀντικρούει καὶ καταδικάζει τὶς δύο κεντρικὲς θεολογικὲς ἰδέες: τὴν ἰδέα τῆς δημιουργίας τοῦ Κόσμου καὶ τὴν ἰδέα τοῦ τελικοῦ Σκοποῦ (Κόσμος—ἀλήθεια, κόσμος τοῦ καλλίτερου, Κόσμος τῆς Μελλούμενης Ζωῆς, καθαυτὸ πρᾶγμα, κόσμος τοῦ ὄντος, κτλ.)

Τὸ μοναδικὸ ἀλλὰ καὶ πειστικὸ ἐπιχείρημά του εἶναι ἡ ἀνυπόφορη γιὰ τὸ πνεῦμα ἀντίθεση ποῦ οἱ δύο αὐτὲς ἀπόλυτες ἰδέες γεννοὺν ἀναφορικὰ μὲ τὸν κόσμο τῆς σχετικότητας, τὸν ὁποῖον καθημερινὰ καὶ ἀποκλειστικὰ ἀντικρύζουμε στὴν ὕπαρξη.

Ἀλλὰ στὴν πιθανότητα δημιουργίας, αὐτὸς ὁ νόμος τῆς Αἰτιότητας ἐναντιώνεται ριζικά. Κάθε αἴτιο ζητᾶ προηγούμενο αἴτιο, χωρὶς τὸ πνεῦμα νὰ μπορεῖ νὰ σταματήσῃ σ’ ἕνα πρῶτο αἴτιο αὐθύπαρκτο, ἀφοῦ μάλιστα ἡ ἰδέα αὐθυπαρξίας δὲν βρίσκει ἀπήχηση σὲ καμμιὰν ἀντίληψη:

«Ἡ ὑπόθεση δημιουργημένου κόσμου δὲν πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ οὔτε μιὰ στιγμή. Ἡ ἔννοια «δημιουργίας» εἶναι σήμερα πιὰ ὁλότελα ἀπροσδιόριστη, εἶναι ἔννοια ποῦ δὲν δέχεται καμμιὰ πραγματοποίηση· δὲν εἶναι παρὰ μία λέξη, μία λέξη ἀτελέστατη· μὲ λέξη δὲν ἐξηγᾶ κανεὶς τίποτα. » (Θέληση γιὰ Δύναμη Τόμος II.)

Καὶ ὄχι μόνο ὁ Κόσμος δὲν μπορεῖ, σύμφωνα μέ τοὺς νόμους τοῦ Λογισμοῦ, νὰ ἔχει μιὰν ἀρχή, μιὰ δημιουργία, ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ ὁριστικὸ σκοπό, σὲ σκοπὸ τελικὸ καὶ ἀμετακίνητο τείνει. Ἐδῶ δὲ τὸ νιτσεϊκὸ ἐπιχείρημα εἶναι ἀκόμα πειστικώτερο, ἀδιάσειστο. Ἀφοῦ στοχαστοῦμε ὅτι ὁ Κόσμος, ἄναρχος, ἔζησε στὸ παρελθὸν μιὰν αἰωνιότητα, δηλαδὴ ἄπειρο χρονικὸ διάστημα, κατὰ τὸ ὁποῖο, ἄν ἐσκόπευε νά φτάξῃ ἕνα τελειωτικὸν ὅρον ὑποχρεωτικὰ θὰ κατάληγε σ' αὐτὸν τὸν ὅρο, πρέπει νὰ συμπεράνουμε θετικὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Νίτσε ὅτι:

«Ἄν ὁ Κόσμος εἶχε ἕνα σκοπὸ αὐτὸ τὸ σκοπὸ θἄπρεπε νὰ τὸν εἶχε φτάξει. Ἄν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἕνας ὅρος τελικός, θἄπρεπε νὰ εἶχε φτάξει ἐπίσης αὐτὸ τὸν τελικὸν ὅρο. Ἂν ἤτανε δεκτικός νὰ ἐγκαρτερήσει καὶ νὰ ἐπιμείνει, δεκτικός νά «εἶναι», ἄν στὸ ρεῦμα τοῦ γίνεσθαι του κατεῖχε ἔστω καὶ μιὰ μονάχα στιγμὴ αὐτὴ τὴ δύναμη νὰ «εἶναι», ἀπὸ πολὺ καιρὸ

 13