»Ἐκεῖ, μεγάλοι φανοἱ ἐθνεγερσίας,
Θέλομεν χύνει ἀκοίμητα πυρὰ,
Ὅσῳ νὰ φλἐξουν τὰς ὲναλγεῖς καρδίας,
Ὅσας δουλεία μαραίνει θλιβερά.
»Ἐκεῖ ἂς ἔλθουν, ἐὰν ποθοῦν συγγνώμην,
Ἐντεῦθεν ὅλοι μεγάλοι καὶ μικροί.
Είς τοῦ Ὁλύμπου τὴν ἀνδρομάχον κόμην
Τοὺς καρτεροῦμεν ἀπὀδημοι νεκροί.»
Εἶπε, κ' ὑψώθη μετἐωρος, δασεῖα,
Ἡ φωτοβόλος χορεία τῶν νεκρῶν,
Πορευομἐνη ἔνθ' ἀδελφῶν μωρία
Καὶ πεπρωμένον τὴν ἀπωθεῖ πικρόν.
Τὴν εἶδα πἐραν τοῦ Ὑμηττοῦ νὰ τρέχῃ
Ὑψηλὰ τόσον ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ,
Ἐκ τῆς κοιλάδος ὅσον ἡ ἄκρ' ἀπέχει
Τοῦ μελιτρὀφου τῆς Ἀττικῆς βουνοῦ.
Ἀλλὰ τὴν εἶδα στιγμὰς ὀλίγας μόνον,
Ἄλλ' ἀνελήφθη ὡς πάχνη πρωϊνὴ,
Κ' ἔμεινα μάτην τὸ βλέμμα προσηλὀνων
Ὅπου ὑπῆρχε τοῦ τρὀμου ἡ σκηνή.
Μοῦ πλήττει ἔτι τὰς ἀκοὰς τραχεῖα
Ἡ τῶν ἡρώων ὀργίλη λαλιὰ,
Κ' ἔκτοτ' ἐντός μου μυστηριώδης, μία
Φωνὴ μεγάλῃ στεντὀρειος βοᾷ.
Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/60
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.