Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/433

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
431

Φοβερὰ ἡ ὀπτασία!
Ὅλοι ἔπεσαν οἱ φίλοι,
Κ’ ἡ θεὰ Ἐλευθερία,
Σπαραγμένη καὶ θολὴ,
Μὲ τὰς χεῖρας, μὲ τὰ χείλη,
Ἔλα, Τούση, τὸν καλεῖ.

Καὶ ἰδοὺ τὸ ἴνδαλμά του...
Εἶν’ αὐτὸς ποῦ ξεσπαθόνει,
Ἀλλ’ εἰς δίκτυα θανάτου
Περιπλέκεται πικροῦ,
Καὶ νεκρὸν τὸν σαβανόνει
Ἡ σημαία τοῦ Σταυροῦ.

Τὰ ὀνείρατα τὰ τότε
Αὐτὰ ἦσαν τῶν ἀνδρείων
Τῆς πατρίδος στρατιῶται
Πλήρης δόξης καὶ τιμῆς,
Ἐθυσίαζον τὸν βίον
Ἴνα χαίρωμεν ἡμεῖς.

Ἀλλὰ ποῖος πατριώτης
Εἶναι σήμερον;... Ἐξύπνα
Ἀσυλλόγιστη Νεότης,
Καὶ μὴ τρίβῃς τὸν καιρὸν
Εἰς τοὺς πότους, εἰς τὰ δεῖπνα,
Καὶ τὸν φραγκικὸν χορόν.