Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
427
Ἰδὲ ὄψιν ᾑμαγμένην..
Πλύνατέ του, ὦ ἀνδρεῖοι,
Τὴν πληγὴν τὴν τιμημένην
Νὰ γνωρίσω τὸν νεκρὸν,
Νὰ ίδῶ ποῖος θὰ πίῃ
Τὸ ποτῆρι τὸ πικρόν.
Νὰ ὁ Κώστας· ἐξετάζει
Τοὺς γενναίους, καταβαίνων,
Καὶ ἀνήσυχος κυττάζει
Μή που τύχῃ καὶ φανῇ,
Μεταξὺ τῶν ὡπλισμένων,
Κεφαλή τις ποθεινή.
—Τὸν ζητῶ, ἀποκριθῆτε,
Διατὶ τί βωβοὶ καὶ κρύοι;—
Ἀλλ’ οὐδεὶς ἐκεῖ κινεῖται
Μίαν λέξιν νὰ εἰπῇ.
Διαβαίνουν οἱ ἀνδρεῖοι
Δακρυσμένοι, σκυθρωποί.
Ῥοβολᾷ κραυγὴν ὑψόνων,
Ἀδελφέ μου, ἀδελφέ μου!
Καὶ σιγοῦν οἱ φίλοι· μόνον
Τὰ κατάργυρα νερὰ
Καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου
Μουρμουρίζουν θλιβερά.