Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/412

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

«Τούση!» ἐξαίφνης ἔκραξε
Καὶ ἐστράφη περιμένων.
Καὶ ἰδοὺ νέος εὔμορφος,
Μὲ τὸ ὅπλον χρυσωμένον,
Λοξὰ φορῶν τὸ φέσι του,
Βαρὺς περιπατῶν.

—Πρὸ πάντων σὲ διέκρινα,
Πλησίασε ν’ ἀκούσῃς.—
Κρυφὸν δεχθεὶς τὸ πρόσταγμα
Χαμογελᾷ ὁ Τούσης
Καὶ καταβαίνει πρόθυμος
Τὸ σκέλος τοῦ βουνοῦ.

Ὁ Μάρκος τὸ παράτολμον
Ὁρίσας σχέδιόν του,
Γονατιστὸς ἀρχήνισε
Νὰ κάμῃ τὸν σταυρὸν του,
Κ’ ηὐχήθη, τὴν βοήθειαν
Αἰτήσας τ’ οὐρανοῦ.

Ἐνῷ ἡ ἔρις ἔφλεγε
Τοὺς στρατηγοὺς ἀκόμα,
Ἦλθεν ἐμπρὸς ὁ Βότσαρης
Καὶ μὲ τὸ καῖον ὄμμα
Καὶ μὲ τὴν ἔνθουν ὄψιν του
Ἐπέβαλε σιγήν.