Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/398

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Νὰ σοῦ ζήσῃ τὸ βραβεῖον, νὰ σοῦ ζήσῃ ἡ ταινία!
Ἔχεις δίκαιον, καυχήσου, ἄθλιε οἰηματία·
Ἔχεις δίκαιον, διότι ἀπὸ ταύτην στερημένος
Ἤθελες περᾷ τὸν δρόμον πανταχόθεν συριγμένος,
Καὶ ἡ περιφρόνησίς σου θενὰ ἦτο προφανὴς,
Ὡς σὺ τώρα καλλιτέρους ἀπὸ σὲ περιφρονεῖς.

Αὐλικὸν ὁπόταν βλέπω νὰ περνᾷ ἐσταυρωμένος
Καὶ καυχᾶται πῶς ὀφείλει εἰς τῶν πάππων του τὸ γένος
Κληρονομικὴν δουλείαν, τὴν ὁποίαν πᾶς τις ψέγει,
Δείχνει τὰ χρυσᾶ δεσμά του καὶ μὲ φαίνεται νὰ λέγῃ·
«Εἶμαι κλόνος τῶν προπάππων καὶ τῶν πάππων μου εὐθὺς,
Γνώρισέ με· εἶμαι δοῦλος ἀπὸ δούλους γεννηθείς.»


ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ[1]


ΕΝΤΟΣ τινος Καθέδρας, ἀφ' ἕνα στενὸν δρόμον
Διέβαινεν ὁ Φοῖβος μὲ πάτημα βραχὺ,
Κατάργυρον ἐφόρει φαρέτραν εἰς τὸν ὦμον
Καὶ δάφνης εἶχε στέμμα καὶ λύραν εὐηχῆ.

  1. Τὸ ποιημάτιον τοῦτο, γεγραμμένον κατὰ μίμησιν τοῦ Ἰταλικοῦ πρὶν ἔτι λύσῃ ὁ ποιητὴς τὴν μετριόφρονα σιωπἡν, εἶχε δημοσιευθῆ διὰ τὴς Εὐτέρπης κατὰ τὸ 1847

    Γ. Π.