Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/394

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
392

Καλλίτερον τοῦ κήπου μου τὰ ῥόδα νὰ μυρίζουν,
Τὸν κῆπόν μου προκρίνω.
Ἢ λάμπ’ ἡμέρα φωτεινὴ ἢ νέφη τὴν μαυρίζουν,
Καλλίτερον νὰ μείνω!


Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ
(Ποίησις Ἰταλίδος).

Παρηλθ’ ἓν ἔτος, φίλοι μου, κ’ ἓν ῥόδον ἐμαράνθη,
Στολὴ τῆς κεφαλῆς μου.
Τίς ν’ ἀναστήσῃ δύναται τοῦ ἔαρός μου τ’ ἄνθη,
Τὰ μύρα τῆς ζωῆς μου;

Παρῆλθ’ ἓν ἔτος, κ’ ἔχασα τῆς ἥβης ἕνα κρίνον,
Ἀδάμαντά της ἕνα.
Ὤ, ποῖος μὲ παρηγορεῖ τὴν δρόσον ἐπιχύνων
Εἰς κάλλη μαραμένα;

Παρῆλθ’ ἓν ἔτος, φίλοι μου, καὶ μία ταὐτοχρόνως
Παρήκμασεν ἐλπίς μου.
Πῶς πάλιν ν’ ἀνανεωθῇ ὁ περασμένος χρόνος,
Τὸ θάῤῥος τῆς ψυχῆς μου;

Σὺ μόνη τ’ ἄνθη, Ἀρετὴ, ἀμάραντα φυλάττεις
Εἰς πᾶσαν ἡλικίαν·
Τὸ κάλλος τὸ ἀληθινὸν σὺ μόνη ἐγχαράττεις
Εἰς ἀγαθὴν καρδίαν.