Πλανώμεθα διώκοντες φωτὸς ἀκτῖνα μίαν·
Τὸν οἶκον πῶς ἀφίνω;
Δὲν ἐγεννήθην ἆρά γε εἰς ταύτην τὴν γωνίαν;
Καλλίτερον νὰ μείνω.
Παρομοιάζω τὸ φυτὸν ποῦ ἄνεμοι ζαλίζουν,
Ποθῶ ν’ ἀναχωρήσω,
Καὶ κάτω κλίνουν τὸ φυτὸν καὶ τἄνθη του σκορπίζουν·
Τὸν τόπον μου θ’ ἀφήσω.
Πλὴν τἄνθη θέλουν προσοχὴν, ἐν γῇ μικρᾷ τηροῦνται·
Τὸν οἶκον πῶς ἀφίνω;
Οἱ φεύγοντες εἰς ξένην γῆν εὐκόλως λησμονοῦνται.
Καλλίτερον νὰ μείνω.
Ἀκταὶ τῆς φαντασίας μου, ὢ μή με τυραννῆτε,
Τὸν οἶκον δὲν ἀφίνω.
Ἐγὼ τὸν πόδα προχωρῶ καὶ σεῖς παλινδρομεῖτε·
Καλλίτερον νὰ μείνω;
Ὅσῳ βαδίζεις, τὸ καλὸν μακρύτερον βαδίζει.
Τὸν οἶκον πῶς ἀφίνω;
Ὅστις διώκει τὸ καλὸν εἰς τὸν ἀέρα κτίζει·
Καλλίτερον νὰ μείνω.
Ὁ φεύγων τὴν πατρίδα του πικρὰ θ’ ἀναστενάξῃ.
Τὸν οἶκον πῶς ἀφίνω;
Ὅπου γεννᾶται ἡ ψυχὴ, ἐκεῖθεν ἂς πετάξῃ·
Καλλίτερον νὰ μείνω.
Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/393
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
391