Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/319

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
317

Παίρνω μιὰ κόττα στὴν αὐλὴ καὶ βάνω στὰ φτερά της
Τὰ χέρια μου καὶ καρτερῶ…
Τινάζει ἡ κόττα τὸ φτερὸ
Καὶ πάγει εἰς τὴ δουλειά της.

Παίρνω σιμὰ τὴ γάττα μου, τὴ σφίγγω, νιαουρίζει…
Δὲν καλοπρόφθασα νὰ διῶ
Καὶ μὲ τὰ πόδια της τὰ δυὸ
Τὰ χέρια μοῦ ξεσχίζει.

Βάνω τὰ χέρια στὸ πουγγὶ καὶ στέκω καὶ προσμένω·
Σὰν πούπουλο γυρίζει αὐτὸ,
Καὶ τὸ κυττάζω… οὐδὲ λεπτὸ
Δὲν εἶχε τσακισμένο.

Καλὰ καὶ μὲ καλέσανε σὲ φίλου μου τραπέζι.
Πίνομε, πίνομε… καὶ αὐτὸ
Μ’ ὅλο τὸ σπίτι, χορευτὸ
Ἀρχήνισε νὰ παίζῃ.

Πᾶμε νὰ μαγνητίσωμε καὶ τοῦ Διὸς μιὰ στήλη.
Γυρίζει ἡ στήλη ἐδῶ κ’ ἐκεῖ…
Μᾶς ’φάνη ἡ θάλασσα φακῆ
Καὶ ὁ οὐρανὸς σφονδύλι.