Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/312

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
310

Καὶ ἐγὼ Συντάκτης πρακτικῶν νὰ στέκωμαι ἀντικρύ σας,
Καὶ ὅλος καρδιά, καὶ ὅλος αὐτί,
Νὰ μεταφέρω στὸ χαρτὶ
Τὴ λιγερὴ φωνή σας.


Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ ΤΗΣ.

νω τ’ ἄνθη τῶν κήπων μας θάλλουν
Καὶ μυρίζουν τὰ δένδρ’ ἀνθισμένα,
Εἰς τὰ φύλλα τοῦ δάσους κρυμμένα
Λυπημένα — τ’ ἀηδόνια πῶς ψάλλουν;

Τῆς μολπῆς των ὁ θρῆνος πληγόνει,
Χαιρετοῦν ἀδελφὴν ποῦ τ’ ἀφίνει,
Ὤ, μὴ φεύγῃς! ἀνθίζουν οἱ κρίνοι,
Ἡ γαλήνη — τὸ κῦμα χρυσόνει.

Χελιδόνας ὁρῶν ἀντικρύ μου,
Ἦλθον πάλιν, στενάζω μὲ πόνον·
Ὤ, τὰς βλέπω καὶ κλαί’ ἡ ψυχή μου,
Ἡ καλή μου — δὲν φαίνεται μόνον.

Ἀμβροσίαν τὸ ἔαρ ἐκχύνει
Εἰς τοῦ δάσους τ’ ἀτίμητα κάλλη·
Ἀηδόνων φωνὴ τὸ καλλύνει,
Ἀλλ’ ἐκείνη — συγχρόνως δὲν ψάλλει.