Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/311

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
309

Παλῃὸν καιρὸ, ταὶς ὤμορφαις, τ’ ἀηδόνια τῆς ζωῆς μας,
Σὲ σπίτια ἐκρύβανε, κ’ ἐκεῖ
Κλεισμέναις, σὰν σὲ φυλακὴ,
Κρατοῦσαν οἱ γονεῖς μας.

Τώρα πατοῦνε ἐλεύθεραις, σὰν τὰ πουλιὰ στὰ δάση,
Πατοῦνε ἐλεύθερη μιὰ γῆ —
Ὤ! ζηλεμμένοι στρατηγοὶ,
Τὸ χῶμά σας νὰ ἁγιάσῃ!

Σᾶς πρέπει, Ἑλληνοπούλαις μου, τὸ σκῆπτρο ὁποῦ κρατεῖτε·
Προστάζετε, καὶ ἡ γῆ γελᾷ,
Καὶ ὅμως προσέξτε μὴ τυφλὰ
Τὴ Δύσι ἀκολουθῆτε.

Ἔχει κατώφλι ἡ θύρα σας καὶ σύνορα ἡ τιμή σας.
Συλλογισθῆτε τί ἐντροπὴ,
Ἂν ἔλθῃ ξένος καὶ σᾶς πῇ·
«Ἐφράγκεψε ἡ ψυχή σας.»

Γιὰ δέτε τὴν πολύπαθη, τὴν φράγκα, πῶς κρατάει
Τὸ μέτωπο ψηλὰ ψηλὰ,
Καὶ μὲ καμώματα τρελὰ
Καπνίζει καὶ γελάει!

Ἐσεῖς, Ἑλληνοπούλαις μου, νὰ μὴν ἐπιθυμῆτε
Αὐτὰ τῆς φράγκας τῆς τρελῆς…
Ὤ, κάλλια τὤχω στῆς Βουλῆς
Τὸ βῆμα νὰ ἀνεβῆτε!