Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/310

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
308

Μιὰ μέρα ποῦ καθόμασθε στὰ χόρτα τ’ ἀνθισμένα,
— Μάρω, ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ,
Μάρω, τῆς εἶπα, σὲ ἀγαπῶ,
Τρελαίνομαι γιὰ σένα. —

Ἀπὸ τὴ μέση μὲ ἅρπαξε, μὲ φίλησε στὸ στόμα
Καὶ μοὖπε· — γιὰ ἀναστεναγμοὺς,
Γιὰ τῆς ἀγάπης τοὺς καϋμοὺς
Εἶσαι μικρὸς ἀκόμα. —

Μεγάλωσα καὶ τὴν ζητῶ… ἄλλον ζητᾷ ἡ καρδιά της
Καὶ μὲ ξεχάνει τ’ ὀρφανό…
Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ λησμονῶ
Ποτὲ τὸ φίλημά της.


ΤΟ ΣΙΓΑΡΟΝ.

Τo ἀηδόνι μέσα σὲ σπηλῃαὶς δὲν χύνει τὴν λαλιά του·
Θέλει τὸ φῶς, καὶ στὰ νωπὰ
Φύλλα τῶν δένδρων ἀγαπᾷ
Νὰ χτίζῃ τὴν φωλιά του.