Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/309

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
307

— Ἐγὼ τὰ πρωτοδέχθηκα τ’ ἀφράτα της τὰ κάλλη,
Μοῦ εἶπε ἕνα κῦμα, καὶ γιὰ αὐτὸ
Μὲ πόθο καὶ μὲ γογγυτὸ
Φιλῶ τὸ περιγιάλι.

— Τὰ μάτια της, ἐρώτησα, μὴν ἦταν δακρυσμένα;
Ἕνα ἄλλο κῦμα μοῦ μιλεῖ·
— Σὰν τὸ χαρούμενο πουλὶ
Ἐπήγαινε στὰ ξένα. —

Τὸ τρίτο κῦμα ἐρώτησα· — ἐμὲ γιατί ν’ ἀφήσῃ
Νὰ κλαίγω καὶ νὰ λαχταρῶ;
Περνάει τὸ κῦμα τὸ σκληρὸ
Χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσῃ.


ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ.

Μιὰ βοσκοποῦλα ἀγάπησα, μιὰ ζηλεμμένη κόρη,
Καὶ τὴν ἀγάπησα πολὺ, —
Ἤμουν ἀλάλητο πουλὶ,
Δέκα χρονῶν ἀγόρι. —