Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/302

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
300
ΑΘΑΝΑΣΙΑ.

Στο μνῆμα μέσα τὸν νεκρὸ μὴ κλαῖτε οἱ πονεμένοι,
Καὶ μὴ τὸν λέτε δυστυχῆ·
Ὄχι, δὲν ἔμεινε ἡ ψυχὴ
Στὰ χώματα κλεισμένη.

Δέτε τῆς Μούσης τὸν ὑγιό· μὲ τὴ γλυκειὰ μορφή του,
Μὲ τὴ ματιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ
Πρὸς τὸ βασίλειο τοῦ οὐρανοῦ
Ἀφίνει τὴν ψυχή του.

Τὴν στέλνει μέλισσα ἐλαφρὴ μιὰ ἰδέα νὰ κυνηγήσῃ,
Καὶ νὰ τὴν φέρῃ εἰς τὸ χαρτί.
Ἂν ἦναι ἡ σάρκα του θνητὴ,
Τὸ πνεῦμά του θὰ ζήσῃ.


ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ ΜΟΥ.

Εποθησα τὸν κῆπόν μου μὲ δένδρον νὰ κοσμήσω,
Νὰ ἔχῃ κλάδους ὑψηλοὺς καὶ πράσινα τὰ φύλλα,
Ἐγὼ δὲ ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ δένδρου νὰ καθήσω,
Καὶ νὰ ἰδῶ κρεμώμενα τὰ κόκκινά του μῆλα.