Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/296

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
294

Ὤχ, λάβε αὐτὸν τὸν στεναγμὸ καὶ πέ του, δὲν φοβᾶται
Ἄλλην ὁ νοῦς μου συμφορὰ—
Κάθε μου πὀθος καὶ χαρὰ
Στὸ χῶμά του κοιμᾶται.

Αὐτὰ, Φεγγάρι, σοῦ ζητῶ καὶ πέ του, ἂν σ’ ἐρωτήσῃ
Πότε θὰ παύσουν οἱ καϋμοί,
Ὅταν μιὰ ἀχτίδα σου χλωμὴ
Τὴν πλάκα μου φωτίσῃ.




Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΣΤΟΡΓΗ.




Ὤ, σ' ἐνθυμοῦμαι! κύκλω σου
Ὁ κόσμος ἐμειδία,
Ὅτε, νερὰ προσπλέουσα
Γαλήνια καὶ λεῖα,
Ἄλλην ὡς σὲ δὲν ἔβλεπες
Εὐδαίμονα θνητήν.

Εἰς ἄνθη τότε ῥόδινα
Ἐκρύπτετο τὸ μέλλον,
Καὶ, κτῆμα τῆς ἀγκάλης σου,
Τὸ ζεῦγος τῶν ἀγγέλων,
Χαρὰν εἰς τὴν καρδίαν σου
Ἐνέχεε διττήν.