Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/290

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
288

Μὴ κλαίῃς, φίλε. Στόλισον
Τῆς ἀδελφῆς τὸ χῶμα
Μ’ ἄνθη Μουσῶν· Τὰ δάκρυα
Μ’ ἐκεῖν’ ἂς ἀλλαχθοῦν.
Ἐκείνη σὲ χαρίεσσα
Εἰς τ’ οὐρανοῦ τὸ δῶμα,
Ἐμὲ τὰ φίλα τέκνα μου
Γελῶντα θὰ δεχθοῦν.


ΤΟ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΟΥ Τ’ ΑΡΝΑΚΙΑ ΠΑΓΟΝΕΙ.




Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγόνει;

Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι.