Καίουν εἰς Πύλον τὰς ναῦς τοῦ Βυζαντίου
Οἱ τρεῖς μεγάλοι τοῦ κόσμου Βασιλεῖς,
Καὶ ἐγείρ’ εἰς δάφνας ἡ Τρίτη Σεπτεμβρίου
Παρὰ τὴν Πνύκα τὸ βῆμα τῆς Βουλῆς.
Ἰδοὺ Ὑψίστου ὁ δάκτυλος πῶς ἄγει
Τὸ νεογνόν του καὶ πῶς τὸ βοηθεῖ.
Ἀλλὰ, ὡς πλοῖον εἰς ἄγρια πελάγη,
Ἐγγίζει πάλιν τὸ ἔθνος νὰ χαθῇ.
Δι’ ἡμᾶς ὅλη ἡ Δύσις συγκινεῖται,
Ἡμᾶς προσέχουν λαοὶ καὶ Βασιλεῖς.
Καλῶς τὸν δρόμον ποῦ τρέχομεν σκεφθῆτε,
Ἐντολεῖς ἔθνους, Πατέρες τῆς Βουλῆς.
Ἀκόμη κρίσις τῆς τρίτης Σεπτεμβρίου
Εἰς τὴν Εὐρώπην δὲν ἔγεινεν ὀρθὴ,
Καὶ διπλωμάτης βανδαλικού Γραφείου
Νὰ δυσφημήσῃ τὸ ἔργον προσπαθεῖ.
Ἡ δὲ Βουλή μας;... δύο πτέρυγας ἔχει
Ἀντικειμένας, ἀφίλους καὶ ἐχθράς.
Βουλὴ τοῦ ἔθνους, βλέπε! ἡ Ἔρις τρέχει
Πρὸ σὲ μὲ βλέμμα σατανικῆς χαρᾶς.
Τὸ πῦρ, τὸ αἷμα, ἰδοὺ τὸ σύνθημά της,
Εἰς δὲ τὴν χεῖρα μῆλον χρυσοῦν κυλᾷ·
Εἶναι φρικώδη τ’ ἀποτελέσματά της,
Καὶ ἡ Κακία τὴν βλέπει καὶ γελᾷ.
Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/267
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.