Ἂν σὲ διαβῇ, παλέψετε στὰ τρυφερὰ χορτάρια,
Μὰ ἂν δῇς τὰ χόρτα νὰ στρωθοῦν ἀπὸ τὸ πέσιμό του,
Σύρτε νὰ κολυμβήσετε στὸ δροσερὸ ποτάμι.-
Ῥίχνουν τὴν πέτρα, ἡ λιγερὴ μακρύτερα τὴ ρίχνει,
Παλεύουνε, καὶ ἡ λιγερὴ τῆς γῆς τὰ χόρτα στρώνει,
Ἐπῆγαν στὸ κολύμβημα, στὸ δροσερὸ ποτάμι,
Καὶ ἐκεῖ ποῦ ξεθηλύκοναν τὰ ὁλόχρυσα γελέκια,
Ἁρματωμένος ἔφθασε τρεχάτος καβαλλάρης.
-Κακοὶ γειτόνοι ἐπάτησαν τὰ σπίτια τοῦ παπποῦ σου,
Καὶ χίλιοι ἐδῶ καὶ χίλιοι ἐκεῖ, ἑφτὰ χιλιάδες ὅλοι,
Ἀρπάζουν γιδοπρόβατα καὶ καῖνε τὰ χωριά του.
Ὁ Γερομοῦρτος πολεμᾷ στὸ κάστρο του κλεισμένος.-
Ἁρπάζει ἡ κόρη τὸ σπαθὶ, στὸν μαῦρον ἀνεβαίνει,
Καὶ ἀγέρας εἰς τὴν πλάτη της χρυσᾶ μαλλιὰ ἀνεμίζει.
Ὀγλήγορη σὰν ἀστραπὴ διαβαίνει τὸ ποτάμι,
Καὶ τὸν Ὀμέρη χαιρετᾷ γερνῶντας τὸ κεφάλι.
–Σὲ ἐνίκησα στὸ πάλεμμα, σὲ ἐνίκησα στὴν πέτρα,
Μὰ στὸ ποτάμι, Ὀμέρη μου... εἰπὲ πῶς ὠνειρεύθης.-
Κεντάει τὸν μαῦρον εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ χάνεται στὴ σκόνη.
Δεν περιτρέχει ὁ Ἰβραήμης πλέον
Μὲ δαυλοφόρους τὴν χώραν μας ἱππεῖς,
Οὔτε πιέζουν τὸ Κράτος μας τὸ νέον
Ἄνδρες θρησκείας καὶ γῆς ἀλλοδαπῆς.