Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/265

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Δροσάτη σὰν τὴν ἄνοιξη, ψηλὴ σὰν κυπαρίσσι.
-Τ’ ἔχεις, παπποῦ, καὶ θλίβεσαι καὶ κλαῖς φαρμακωμένα;
Μὴν ἦλθαν κλέφταις στὰ χωριὰ καὶ σ’ ἔκαψαν τὰ σπίτια,
Ἢ ὁ μαῦρός σου μὴ ἀῤῥώστησεν ὁ πολυαγαπημένος;
-Δὲν ἦλθαν κλέφταις στὰ χωριὰ, δὲν μ’ ἔκαψαν τὰ σπίτια,
Καὶ ὁ μαῦρος δὲν μοῦ ἀῤῥώστησεν ὁ πολυαγαπημένος.
Μοῦ στείλανε φαρμακερὸ φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη,
Μοῦ λὲν νὰ ζώσω τὸ σπαθί, τὸν μαῦρο νὰ σελλώσω,
Νὰ πάγω ναὔρω τὸν πασᾶ, τὸν πρῶτο τὸ Βεζύρη,
Ποῦ πολεμᾷ τὸν Μόσκοβο στῆς Ἀδριανὲς τὸν κάμπο.
Κ’ ἐγὼ ’μαι γέρος, κόρη μου, γέρος καὶ παθιασμένος,
Δὲν ἔχω χέρια γιὰ σπαθὶ καὶ πλάτες γιὰ τὸν μαῦρο.
—Ἐγὼ γιὰ σένα ζώνομαι, παπποῦ, τὸ δαμασκί σου,
Τἀκριβοταγισμένο σου ἐγὼ καβαλλικεύω.
Δός μου τοῦ γυιοῦ σου τ’ ἅρματα καὶ τὰ χρυσᾶ τσαπράζια,
Τὲς καπνιστὲς πιστόλες του καὶ τὸ βαρὺ τουφέκι.-
Καὶ στὸν πασᾶ, στὴν Ἀδριανὲ, ἐπῆγε ἁρματωμένη,
Ἁρματωμένη σὰν τοὺς νηοὺς, σὰν τἄξια παλληκάρια.
Ἐκεῖ ποῦ ἡ κόρη ἐδιάβαινε παραμεροῦσαν ὅλοι·
Χαρὰ στὸν νηὸν, ἐλέγανε, τὸν γυιὸ τοῦ Γερομούρτου,
Πὤχει τὸ μαῦρο γλήγορο καὶ τ’ ἅρματα ἀσημένια!
Πασᾶ τὴν κόρη ἐκάμανε στὸν πόλεμο τὸν πρῶτο,
Στὸν πόλεμο τὸ δεύτερο ἐγίνηκε Βεζύρης.
Κανεὶς δὲν τὴν ἐγνώρισε τὴν ἀνδρειωμένη κόρη,
Ὁ γυιὸς τοῦ Καπετάνπασα δὲν τρώγει, δὲν κοιμᾶται.
Πιάνει καὶ γράφει μιὰ γραφὴ καὶ τὴν ξεπροβοδάει.
-Αφέντη μου, πατέρα μου, τῆς θάλασσας ἀφέντη,
Φοβοῦμαι καὶ ὁ Βεζύρης μας δὲν εἶναι ἐκειὸς ποῦ δείχνει,
Γιατὶ ἔχει πάτημα ἀλαφρὸ καὶ πρόσωπο δροσάτο.
Σὰν νἄχω κάτι μέσα μου, μοῦ λέει πῶς εἶναι κόρη.
–Ὀμέρη μου, λεβέντη μου, βλαστάρι τῆς καρδιᾶς μου,
Ἐσὺ ἔχεις κάτι μέσα σου ποῦ μοιάζει σὰν ἀγάπη.
Ἔβγα μὲ τὸν Βεζύρη σου νὰ ῥίξετε τὴν πέτρα·