Μὲ τὸ μάτι φλογισμένο
Οἱ γενίτσαροι κυττᾶνε
Τὸν ἀγᾶ τους σκοτωμένο
Καὶ ὅλοι σέρνουν μιὰ κραυγὴ
Καὶ τινάζονται, πετᾶνε
Πυκνωμένοι εἰς τὴν σφαγή.
Τὸ λιοντάρι ποῦ ἀντικρύζει
Κατὰ γῆς αἱματωμένα
Τὰ παιδιά του, δὲν γυρίζει
Τὲς ματιὲς πλειὸ φοβερὰ,
Δὲν χυμάει πλειὸ λυσσασμένα
Νὰ ξεσχίσῃ τὸν φονιᾶ.
Ἀναμέτρητοι εἶναι οἱ σκύλοι·
Ἦσαν λίγοι οἱ ἀνδρειωμένοι
Τοῦ Παλαιολόγου φίλοι,
Καὶ ἀπομείνανε μισοὶ,
Ναὶ, μισοὶ καὶ κουρασμένοι
Ἀπ’ τὴν μάχη τὴ διπλῆ.
Ἀλλὰ πάντα ἐμπρὸς τὸ στῆθος
Σέρνουν πίσω τὸ ποδάρι
Ὡς τὲς θύρες τόσο πλῆθος
Πολεμῶντας σὰν θεριὰ,
Καὶ τὴ νίκη οἱ γενιτσάροι
Ἀγοράζουν ἀκριβά.