Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/201

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
199

Πολλοὶ ἐχθροὶ καὶ φίλοι, ποῦ ἦσαν
Μὲ τὰ χέρια σηκωμένα,
Ὅλοι ἀντάμα παραιτῆσαν
Τὸν ἀγῶνα τὸν σκληρὸ,
Γιὰ νὰ ἰδοῦν χεροπιασμένα
Τὰ λιοντάρια αὐτὰ τὰ δυό.

Φοβερὸς ὁ τοῦρκος εἶναι
Εἰς τὴν λύσσα του τὴν πρώτη.
Ἡ ψυχή σου, Κωνσταντῖνε,
Ἔχει ἀνδρίαν ἀληθινὴ,
Ἔχει μέσα μιὰ θεότη
Ποῦ σοῦ λάμπει εἰς τὴν μορφή.

Ἕναν κρότο ἀκοῦς αἰώνιο,
Παντοῦ σίδερο ποῦ τρίζει,
Ὡσὰν νᾆναι ἐκεῖ δαιμόνιο
Ποῦ γουρλιάζει φοβερὰ,
Ποῦ θερμαίνει καὶ μανίζει
Τῶν ἀνδρείων τὰ σωθικά.

Αἴ Χασάνη! ἡ λάμψη ἐχάθῃ,
Τὸ λαμπρό σου ἐσβέσθη ἀστέρι·
Τοῦ Παλαιολόγου ἡ σπάθη,
Μὲ ἕνα χτύπο συριχτὸ,
Τὸ κεφάλι μὲ τὴν περι-
Κεφαλαία σου σχίζει εἰς δυό.