Τότε οἱ τοῦρκοι ἀγριωμένοι
Τρεῖς φορὲς χυμᾷν καὶ ἀφρίζουν,
Καὶ τὲς τρεῖς ξεσπαθωμένοι
Βγαίνουν ἔξω οἱ χριστιανοὶ,
Καὶ τὰ χάντακα γεμίζουν
Τῶν ἀπίστων οἱ νεκροί.
Πᾶσα μέρα οἱ γενιτσάροι
Πολεμοῦν ὡσὰν οἱ λύκοι,
Καὶ γερνοῦν μὲ τὸ φεγγάρι
Ματωμένο, ντροπιαστό·
Πάντα ἡ δόξα, πάντα ἡ νίκη
Χύνουν λάμψη εἰς τὸ σταυρό.
Τὸ Βυζάντιο, τοῦ τυράννου
Ταπεινόνει τὴν μανία,
Ἦτον ὅμως ἐκεῖ ἐπάνου
Πικρὴ ἀπόφαση γραφτὴ,—
Στὴν Ἁγία μας Σοφία
Μιναρὲς νὰ σηκωθῇ.
Καὶ μιὰ αὐγὴ γλυκοχαράζει
Ὅταν γύρου ἡ Πόλη σειέται,
Καὶ κραυγὴ μιὰ μόνη βγάζει
Τὸ στρατόπεδο τοῦ ἐχθροῦ,
Ποῦ τρεμουλιαστὴ σκορπιέται
Εἰς τοὺς θόλους τοῦ οὐρανοῦ.