Σιμὰ στὴ βρύση ποιητής, νιὸς ἄμοιρος, κυττάζει
Τῆς γῆς τὴν ὄψη τὴ θολὴ,
Καὶ μὲ τὴν ἐρημιὰ μιλεῖ
Καὶ συχνοαναστενάζει.
—Ἄχαρη νύχτα, ἡ ὄψη σου ὁμοιάζει τῆς ψυχῆς μου.
Ὤ, πῶς μ’ ἐμάγευες, ὤ πῶς
Σὲ εὕρισκα πρῶτα χαρωπὸς
Στὸ πλάγι τῆς καλῆς μου!
Ἄκω στὰ δένδρα πῶς λαλοῦν πουλιὰ ζευγαρωμένα,
Καὶ ἐγὼ—ταλαίπωρος ἐγώ!—
Φάντασμα κ’ ἴσκιο κυνηγῶ
Σὲ δάση ἐρημωμένα.
Κ’ ἦταν τὰ δάση αὐτά ποτε παράδεισος ἐμπρός μου,
Καὶ αὐτὴ ἡ βρυσοῦλα ἡ δροσερή.
Μωρὸς ἐκεῖνος ποὺ θαῤῥεῖ
Εἰς τὰ καλὰ τοῦ κόσμου!
Ἀπ’ ὄνειρα ἐπλανέθηκα καὶ ἐπίστευσε ἡ καρδιά μου
Εἰς εὐτυχίες οὐρανοῦ.
Πέτε, κοτσίφια τοῦ βουνοῦ
Ἐσεῖς τὰ βάσανά μου.
Ναί! καὶ ἂν κἀνένα ἀπὸ τ’ ἐσᾶς τὴν ὀρφανιά του κλαίγῃ
Καὶ γιὰ τὸ ταῖρί του πονῇ,
Μὲ τὴ λεπτή του τὴ φωνὴ
Τὴν ὀρφανιά μου ἂς λέγῃ.