Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/172

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Μὲ διαμάντια δροσιᾶς ποτισμένο
Βλέπει κρίνο μπροστά της ἀφράτο,
Καὶ στὴ ῥίζα τοῦ κρίνου ἐκεῖ κάτω,
Κλωναράκι μυρτιᾶς μαραμἐνο.

Κὀφτει τὄνα καὶ παίρνωντας τἄλλο,
Τώρα αὐτὸ, τώρα τοῦτο κυττάζει,
Καὶ τὸ στῆθος τῆς κὀρης ἐβγάζει
Στεναγμὸ φλογισμένο, μεγάλο.

-Κρίνε, ἄχ, λέγει, ποῦ ἀνθίζεις μὲ χάρη,
Σὰν ἐσἐνα καὶ ὲγὼ εἶμαι δροσάτη,
Ἀμμὴ μέσα στὰ στήθη ἔχω κἄτι,
Ὅποῦ μοιάζει μὲ αὐτὸ τὸ κλωνάρι.—.

Τὸ τουφέκι εἰς τὰ χέρια κρατῶντας,
Νὰ ἕνας νιὸς ῥέμμα ῥέμμα ἀνεβαίνει,
Κ’ ἔχει σκύλο μπροστὰ ποῦ πηγαίνει,
Ἢ λαγοὺς ἢ περδίκια ζητῶντας.

Εἰς τὴν πλάτη τοῦ νιοῦ τρεμουλιάζουν
Χρυσωμένα μαλλιά· σὰ δυὸ φἱδια,
Ποῦ φιλιοῦνται, τοῦ σμίγουν τὰ φρύδια,
Καστανὰ ἔχει δυὸ μάτια ποῦ σφάζουν.

Τέτοια κρίνα δὲν ἔχουν οἱ κῆποι
Σὰν τοῦ νιοῦ του προσώπου τὰ κρίνα.
Ἂχ,τί κόσμος πικρὸς! καὶ εἰς ἐκεῖνα
Μιὰ κρυφὴ ζωγραφίζεται λύπη.