ὀνομαζόμενα Μαχμουτιέδες, ἀξίας ἕκαστον 25 γροσίων. Ἐδόθησαν δὲ καὶ αὐτὰ πρὸς τοὺς Μανιάτας, ἀλλ’ οὗτοι δὲν ἐφύλαξαν τὰ λεγόμενά των. Τὰ Μανιάτικα δὲν τὰ ἐγνώριζεν ὁ Λουκόπουλος, ὅτι δὲν ἔχουν χορτασμὸν, καὶ μάλιστα τὰ τοῦ Π. Μαυρομιχάλη, τὰ ὁποῖα καὶ παροιμία κατήντησεν. Διότι, ὡς ἔλεγον τότε, οὗτος ἤθελε τὰς προσόδους τῆς Μικρομάνης διὰ νὰ κάμῃ ἕνα πρόγευμα, καὶ πάλιν δὲν ἔσωναν.
Ὁ καπετάνιος οὗτος ἔμαθε τὴν πολεμικὴν τέχνην εἰς τὴν Ἑπτάνησον καὶ εἰς τὰ τάγματα τὰ Ἀγγλικά. Γενομένης δὲ τῆς ἐπαναστάσεως, ἐπανελθὼν ἐχρησίμευσεν ὡς διδάσκαλος, πολεμῶν εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Νεοκάστρου. Μετὰ ταῦτα ἠκολούθησε τὸν Κολοκοτρώνην, καὶ μετὰ τὴν μάχην τοῦ Δερβενακίου ἔμεινε πολεμῶν μέχρις ὅτου ἔπεσε τὸ Ναύπλιον εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἑλλήνων.
Οὗτος ἦτον εἰς τὴν Ζάκυνθον ἐπίσης εἰς τὰ ἐκεῖ Ἀγγλικὰ τάγματα. Ἐπανελθὼν δὲ μετὰ τὴν ἐπανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα του, πολὺ ὠφέλησε χρησιμεύσας ὡς διδάσκαλος, καὶ ἑρμηνεύων τοὺς γείτονάς του πῶς νὰ γεμίζουν τὰ ὅπλα των καὶ πῶς νὰ πολεμοῦν. Ἔπειτα ἐγένετο καπετάνιος καὶ ὑπηρέτησε μέχρι τέλους τὸν ἀγῶνα.