Σελίδα:Βίοι Πελοποννησίων ανδρών.djvu/11

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
9

Κι’ ὁ Γιώργης ἦτο μοναχὸς μὲ δώδεκα νομάτους·
Ντερβῆς Ἀράπης φώναξεν ἀπὸ τὸ μετερίζι·
«Ἔβγα Γιώργη προσκύνησε καὶ δῶσε τ’ ἅρματά σου.»
Μουρτάτη πῶς μ’ ἐπέρασες νὰ βγῶ νὰ προσκυνήσω;
Μὴ γάρις εἶμαι νιόνυφη τὰ χέρια νὰ φιλήσω;
Ἐγὦμαι ὁ Γιώργης τοῦ Γιαννιᾶ, τοῦ πρώτου καπετάνιου,
Καὶ θὰ βαστάξω πόλεμον μὲ δώδεκα νομάτους.»
Μακροπανάγος φώναξεν ἀπὸ ψηλὴ ῥαχοῦλα·
Βάστα Γιώργη τὸν πόλεμον, βάστα καὶ τὸ τουφέκι,
Κι’ ἐγὼ μεντάτι σ’ ἔρχομαι μὲ δύο μὲ τρεῖς χιλιάδες».
«Τί νὰ βαστάξω, θεῖέ μου, τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχταις
Δίχως ψωμὶ, δίχως νερὸ δίχως καμμιὰ κυβέρνια;
Ποιὸς εἶν’ ἄξιος καὶ γρήγορος νὰ πάῃ στὴν Προστοβίτσα,
Νὰ πάῃ ν’ εἰπῇ τῆς Γιώργενας τῆς νεοπαντρεμένης
Νὰ μὴν ἀλλάξῃ τὴν λαμπρὴ, φλωριὰ νὰ μὴν κρεμάσῃ.
Τὸν Γεώργην τὸν ἐσκότωσαν..........


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΤΣΑΣ

Ὁ καπετάνιος οὗτος ἀνεδείχθη ἀπὸ ζῆλον καὶ φιλοπατρίαν κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς ἐπαναστάσεως. Ἦτον ὁ μόνος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ εἰς τοὺς Πατραίους ἐφάνη παληκάρι, διότι δὲν εἶχον ἄλλον ὅμοιον μὲ αὐτόν. Ὁ ἐνθουσιασμός του κατήντησεν εἰς αὐτὸν μανία, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε νὰ ἐκτιμήση τὴν ἀξίαν τοῦ στρατιώτου καὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ διὰ νὰ διοικῇ ἄλλους, ἦτο μόνον ἀτομικὸν παληκάρι.

Κατὰ δὲ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως οἱ Ἕλληνες ἐν γένει δὲν ἐγνώριζον νὰ πολεμοῦν, ἀλλ’ οὔτε ἐδύναντο ἐδύ-