Ἡ μάνα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθειὰ στὴν ἀγκαλιὰ της |
Τοιαύτη καὶ ὁλόκληρος ἡ προτελευταία τοῦ ποιήματος στροφή, ἥτις ἔπρεπεν ἴσως νὰ ἦναι τελευταία:
Κάμνει στεφάνια τὸ νερὸ ποῦ ἐκτείνονται πλαταίνουν
Καὶ στὰ ποδάρια τοῦ Ἀλῆ νὰ ξεψυχήσουν πγαίνουν.
Λὲς καὶ τὸ κῦμα τὴ νεκρὴ σὰ νύφη του ἀγκαλιάζει
Καὶ μὲ στεφάνια ἀπὸ νερὸ τὸ γάμο του γιορτάζει κτλ.
Οὐχὶ βεβαίως ἄψογον κατὰ τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν στιχουργίαν, ἀλλ’ ἀπαράμιλλον κατὰ πατριωτικὸν αἴσθημα, φαίνεται ἡμῖν καὶ τὸ κατωτέρω ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιήματος:
Πόσαις φοραῖς ἀπὸ μακρὰν ἀνήλικο παιδάκι,
Μὲ δακρυσμένο βλέφαρο, μ’ ἀπόκρυφην ἐλπίδα,
Ὁ δύστυχος ἐκύτταξα τὴν καταχνιὰ τοῦ Πίνδου
Μοῦ ἐφαίνετο πῶς ἤτανε καπνὸς ἀπὸ τουφέκι
Κ’ ἐπρόσμενα, κ’ ἐπρόσμενα ν’ ἀκούσω τὴ βοή του!
Ἀλλ’ ἀφοῦ τοσαῦτα εἴπομεν περὶ τοῦ ἀκράτου ῥωμαντισμοῦ τοῦ ποιητοῦ, μὴ στέργοντος νὰ ψαλλιδίσῃ τῆς φαντασίας του τὰ πτερά, ἀδύνατον εἶναι νὰ μὴ παραθέσωμεν ἀπόγευμα καὶ τῆς τοιαύτης ἐμπνεύσεως, πρὸς τοῦτο δὲ ἐκλέγομεν τοὺς στίχους, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ποιητὴς συνίστα ἡμῖν ἐπιμόνως διὰ τῆς τελευ-