Σελίδα:Αλεξανδρινή Τέχνη Τομ.1 Αρ.2 - 13.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

συμμορφωθεῖ ἡ Ἐσμὲ καὶ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ στήριγμα, ἔστω καὶ ξενοδουλεύοντας, γιὰ ν’ ἀφήσει τὸν Τοῦρκο. Ὕστερ’ ἀπὸ τρία χρόνια κακὸ δρόμο, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο θὰ ξαναγύριζε στὴ μάνδρα τοῦ ποιμένος. Οὔτε τὸν ἀγαποῦσε τὸν Μεχμέτ, οὔτε τὸ ψωμί του ἦταν πιὰ γλυκό. Ἔτυχε νὰ πεινάσει, νὰ περάσει μαῦρες μέρες, κι’ ὁ Θεὸς θὰ τὴ συγχωροῦσε γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, ν’ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ σωθεῖ.

Ἔτσι πέρασε ἕνας χρόνος ἀφ’ ὅτου ὁ Μένεγος μὲ τοὺς γονεῖς του πῆγε καὶ κατοίκησε στὴ γειτονιά της. Τώρα πιὰ τελειώσε τὸ Γυμνάσιο καὶ μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς πλούσιου θείου του θὰ πήγαινε στὴν Ἀθήνα νὰ σπουδάσει. Τὸ ἐθνικοθρησκευτικό του ἔργο ἔμενε ἀκόμη ἀτέλειωτο ὅταν ἔφευγε, μὰ νά, τώρα, ὕστερ’ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια, τὸ βρίσκει τελειωμένο. Μὰ σήμερα δὲν εἶναι περήφανος γιὰ τὸ ἔργο του αὐτό. Αἰσθάνεται πόνο καὶ κάποιο βάρος στὴ συνείδηση. Κάθεται στὸ γραφεῖο του καὶ σκέπτεται ὅλ’ αὐτὰ καί, μ’ ὅλο ποὺ τώρα μόλις γύρισε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, σκέπτεται τὸ ψέμα ποὺ κλείουν οἱ θρησκεῖες, τὰ μίση καὶ τὲς συμφορὲς ποὺ προκαλοῦν οἱ ἐθνισμοί. Δὲν εἶναι πιὰ τρυφερὰ συγκινημένος, ἔφυγε ἀπὸ μέσα του τὸ παιδί. Τώρα εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς σκέψης, ὁ λειτουργὸς τῆς ἐπιστήμης. Σχίζει καὶ κόβει κάθε σάπιο, εἴτε σῶμα εἶναι, εἴτε ἰδέα. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἡ θρησκεία του. Ἡ σκιὰ τῆς Εὐφροσύνης εἶναι μπροστά του, τὴ βλέπει τυλιγμένη μέσα στὴ δυστυχία, γηρασμένη, ζητιάνα, καὶ μὲ σπασμένο ἀκόμη τὸ χέρι ποὺ ἔπρεπε νὰ πάρει τὸν ὀβολό. Καταλαβαίνει, ναί, τώρα πῶς δὲν εἶναι πιὰ παιδὶ μὲ τὴν ἐλαφρὴ ψυχὴ ὅπως ἦταν πρὸ ὀλίγου, εἶναι ὁ ψημένος ἐργάτης τῆς Ἐπιστήμης. Ναί. Κι’ ὅμως γιατὶ δὲν εἶναι καὶ τόσο ἤρεμος, τόσο ψύχραιμος; Εἶναι ψυχικὰ ἐνοχλημένος ἐνόσω βλέπει τὴν Εὐφροσύνη μὲ τὸ σπασμένο χέρι. Τοῦ φαίτεται σὰν ἕνα σύμβολο ποὺ εἰκονίζει τὸ ψέμα κάθε θρησκείας, κάθε ἐθνισμοῦ, κάθε κοινωνίας. Ἂν ἦταν ζωγράφος ἢ γλύπτης, ἔτσι θ’ ἀπεικόνιζε τὸ κατάντημα τῶν ἀνθρώπων ποὺ τρέφονται μὲ τὸ ψέμα: Μιὰ ζητιάνα μὲ σπασμένο τὸ δεξὶ χέρι. Καὶ πάλι λέει: Τὸ σύμβολο αὐτὸ τὸ ζωντανὸ ποῦ ἦταν μπροστά του, ἦταν ἔργο δικό του. Ναί, δικό του. Μόνο, ἀντὶ νὰ αἰσθάνεται δόξα γιὰ τὸ ἔργο του αὐτό, αἰσθάνεται ἕνα κτύπημα στὴ συνείδησή του.

Γ. ΚΙΤΡΟΠΟΥΛΟΣ