Σελίδα:Αλεξανδρινή Τέχνη Τομ.1 Αρ.2 - 12.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

μέσα στὸ μυαλὸ του περνᾶ σιωπηλὰ μιὰ ζωὴ ἔντονη ποὺ ἦταν γι’ αὐτὸν ἡ πρώτη συνείδηση τοῦ ἀτομισμοῦ του. Ποῦ ἀνέβηκε αὐτὸς καὶ ποῦ ξέπεσε ἐκείνη! Ἦταν καὶ τότε δυστυχισμένη γυναίκα, χήρα, ἔρημη, ἀπροστάτευτη. Ἀλλὰ τὸ χέρι της; Τὸ χέρι της; Μποροῦσε καὶ νὰ μὴν τῆς τὄσπαζε ὁ Τοῦρκος, ἂν ἔμενε πάντα μαζὺ του. Κ’ ἴσως τὸ σπάσιμο τοῦ χεριοῦ, μὲ τὸ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξενοδουλέψει, νἆταν ἡ ἀφορμὴ ποὺ κατάντησε ζητιάνα. Φταίει αὐτὸς ἴσως· ναί, αὐτὸς ὁ ἴδιος, ποὺ τῆς ἔκανε τὸ δάσκαλο καὶ μὲ τὸ φανατισμό του τὴν ἐπρότρεπε νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, νὰ ξαναγυρίσει στοὺς Χριστιανούς. Ἦταν δὰ κι αὐτὸ ἕνα πρόσχημα μὲ τὸ ὁποῖο γελοῦσε τοὺς ἀθώους γονεῖς του. Τῆς ἔκανε τάχα τὸ δάσκαλο, τὴν κατηχοῦσε γιὰ νὰ γυρίσει στοὺς κόλπους τοῦ Χριστοῦ. Κ’ ἔτσι κάθε μέρα πότε ἐρχόταν ἐκείνη σπίτι τους καὶ πότε αὐτὸς πήγαινε στὸ δικό της, ὅταν ὁ ὑπαστυνόμος ἔλειπε σὲ ὑπηρεσία ἢ σὲ κανένα χωριό. Καὶ γινόντουσαν τότε δυὸ εἰδῶν μαθήματα. Κείνη τοῦ ἔκανε τὴ δασκάλα κι’ αὐτὸς τὸ δάσκαλο.

Οἱ ψευτιὲς ὅμως ἔγιναν ἀλήθειες τρομερὲς σιγὰ-σιγά. Στὴν ἀρχὴ εἶχαν ριχθεῖ μὲ ὅλες τὲς φυσικές τους δυνάμεις στὴ θρησκεία τοῦ ὑλισμοῦ, στὴν ὁποία θυσίασαν ἀλύπητα τὰ σώματά τους. Κατόπι ἐκεῖνος ἔνοιωσε μέσα του νὰ γενιέται ζωηρὸς ἕνας ἀτομισμός. Εἶχε ἤδη μιὰ γυναίκα ἐρωμένη, καὶ θἄπαιζε ἐπὶ πλέον ἕνα ρόλο θρησκευτικὸ καὶ κοινωνικό! Κ’ ἐνῶ πρῶτα ἡ θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ διδαχή του ἦταν ἕνα πρόσχημα, τώρα ἔγινε ἰδεολογία, φιλοδοξία, σκοπός. Μ’ ὅλο ποὺ ἡ Ἐσμὲ τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι ἂν ἄφινε τὸν ὑπαστυνόμο καὶ ὅτι ἀκόμη φοβόταν μήπως ἐκεῖνος τὴν ἐκδικηθεῖ, αὐτὸς ἐπέμενε στὴν κατήχηση καὶ στὴν ἀξίωσή του. Δὲν ὑπῆρχε στὴ γῆ πιὸ ἔνδοξο ἔθνος ἀπὸ τὸ ἑλληνικό, οὔτε θρησκεία πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ χριστιανική. Ἀργὰ ἢ γρήγορα ὁ Θεὸς θὰ τὴν τιμωροῦσε αὐστηρὰ γι’ αὐτό ποὺ ἔκανε, ν’ ἀρνηθεῖ τὸν μονογενῆ υἱόν του. Κι’ ὁ Ἀλῆ-πασᾶς ἀγάπησε μιὰ Εὐφροσύνη, ποὖταν νέα καὶ πεντάμορφη, καὶ τὴν εἶχε ντυμένη στὰ ὁλόχρυσα, μὰ ἐκείνη προτίμησε νὰ πέσει στὴ λίμνη καὶ νὰ πνιγεῖ παρὰ νὰ μείνει γυναίκα του. Γιατὶ καὶ ψέματα ἔλεγε ἀκόμη ὁ Μένεγος γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὴν κατήχησή του.

Μ’ αὐτὴ τὴν καθημερινὴ διδαχὴ εἶχε ποτισθεῖ, εἶχε